Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εσώψυχος -η -ο [esópsixos] Ε5 : (για συναίσθημα) που υπάρχει βαθιά στην ψυχή του ανθρώπου, ενώ συνήθ. δεν εκδηλώνεται: ~ πόθος. Εσώψυχη λαχτάρα. Εσώψυχο μίσος.
[λόγ. εσω- + ψυχ(ή) -ος]
- μύωψ ο [míops] Ο (στην ονομ. εν.) : (λόγ., σκωπτ.) μύωπας: Είμαι ολίγον τι ~.
[λόγ. < αρχ. μύωψ (δες στο μύωπας)]