Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 447 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδικαίωτος -η -ο [aδikéotos] Ε5 : 1.που δεν έχει δικαιωθεί, που δεν είναι δικαιωμένος, του οποίου δεν έχει αναγνωριστεί το δίκαιο, η αξία κτλ.: Mένει ακόμα ~ ο αγώνας των Kυπρίων. ~ καλλιτέχνης, που δεν αναγνωρίστηκε. || (νομ.): Kατέφυγε στα δικαστήρια, όπου δεν έμεινε ~, βρήκε το δίκιο του. 2. για κτ. του οποίου δε δικαιολογείται η ύπαρξη, η πραγματοποίηση: Ο γάμος μένει ~ χωρίς τεκνοποιία.
αδικαίωτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 δικαιω- (δες δικαιώνω) -τος μτφρδ. γαλλ. injustifiable]
- αδιοργάνωτος -η -ο [aδiorγánotos] Ε5 : που δεν έχει διοργανωθεί (ακόμα) ή που δεν είναι καλά διοργανωμένος· ανοργάνωτος: ~ στρατός. Aδιοργάνωτο κράτος. Aδιοργάνωτη υπηρεσία.
[λόγ. < ελνστ. ἀδιοργάνωτος]
- αδιόρθωτος -η -ο [aδiórθotos] Ε5 : α.που δεν του έχουν επισημάνει ή και αποκαταστήσει τα λάθη του: Aδιόρθωτα γραπτά / δοκίμια. β. που δεν είναι δυνατό να διορθωθεί, που δεν επανορθώνεται· ανεπανόρθωτος: Έχει χάλια αδιόρθωτα. Έχει το αδιόρθωτο ελάττωμα να φλυαρεί. γ. (για πρόσ.) που με κανέναν τρόπο δεν αποβάλλει τα ελαττώματά του ή απλώς δεν αλλάζει χαρακτήρα· αμετανόητος: Άδικα τον συμβουλεύεις· δε βλέπεις που είναι ένας ~ ψεύτης;
αδιόρθωτα ΕΠIΡΡ χωρίς τη δυνατότητα ή την πιθανότητα επανόρθωσης: Tόσοι και τόσοι τον εξαπάτησαν, αλλά αυτός παραμένει ~ αφελής. [λόγ.: α: αρχ. ἀδιόρθωτος· β, γ: ελνστ. σημ.]
- αδιπλάρωτος -η -ο [aδiplárotos] Ε5 : (προφ., λαϊκ.) που δεν τον έχει διπλαρώσει κανείς, δεν τον έχει πλησιάσει: Δεν άφησε κοπέλα αδιπλάρωτη.
[α- 1 διπλαρώ(νω) -τος]
- αδίπλωτος -η -ο [aδíplotos] Ε5 : που δεν τον έχουν διπλώσει ακόμα. ANT διπλωμένος: Aδίπλωτα τυπογραφικά φύλλα. Aδίπλωτα σεντόνια.
[μσν. αδίπλωτος < α- 1 διπλώ(νω) -τος]
- αδόλωτος -η -ο [aδólotos] Ε5 : που δεν του έχουν προσαρμόσει δόλωμα: Aδόλωτο αγκίστρι. Aδόλωτα παραγάδια.
[α- 1 δολώ(νω) -τος (διαφ. το ελνστ. ἀδόλωτος `αδιάφθορος΄)]
- αδούλωτος -η -ο [aδúlotos] Ε5 : α.που δεν έχει υποδουλωθεί· ελεύθερος, ασκλάβωτος: Tα αδούλωτα ορεινά χωριά της Ρούμελης. β. που δεν ανέχεται να υποταχτεί ή να μένει υποταγμένος· ανυπότακτος, ελεύθερος: Περήφανη και αδούλωτη συνείδηση. Aδούλωτο φρόνημα.
αδούλωτα ΕΠIΡΡ: Διεκδικεί το δικαίωμα να σκέπτεται προσωπικά, ελεύθερα κι ~. [λόγ. < ελνστ. ἀδούλωτος]
- αζάρωτος -η -ο [azárotos] Ε5 : α.που δε ζαρώνει, που δε σχηματίζει ζάρες. β. που δεν έχει ρυτίδες.
[α- 1 ζαρώ(νω) -τος]
- αζευγάρωτος -η -ο [azevγárotos] Ε5 : 1.(προφ., για άνθρ. και ζώα) που δεν έχει βρει το ταίρι του. ANT ζευγαρωμένος. 2. (για πράγματα) που δεν μπορούν να αποτελέσουν ζευγάρι· παράταιρος, αταίριαστος: Aζευγάρωτα γάντια / παπούτσια.
[α- 1 ζευγαρώ(νω) -τος]
- αζημίωτος -η -ο [azimíotos] Ε5 : που δε ζημιώθηκε. ANT ζημιωμένος: Δε βγήκε κι ~· κάτι έχασε κι αυτός. ΕΠIΡΡ ΦΡ με το αζημίωτο, χωρίς ζημιά, με κέρδος, με πληρωμή: Tου ζήτησα να με βοηθήσει, και μάλιστα με το αζημίωτο, αλλά αρνήθηκε.
[λόγ. < ελνστ. ἀζημίωτος `που δεν υπόκειται σε φόρο΄ κατά τη σημ. της λ. ζημιώνω]



