Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ωτό
447 εγγραφές [421 - 430]
ταμπλαδωτός -ή -ό [tablaδotós] & νταμπλαδωτός -ή -ό [dablaδotós] Ε1 : που σχηματίζεται, αποτελείται από ταμπλάδες 1: Tαμπλαδωτή πόρτα. Tαμπλαδωτά παραθυρόφυλλα.

[ταμπλαδ- (ταμπλάς), νταμπλαδ- (νταμπλάς) -ωτός]

τζαμωτός -ή -ό [dzamotós] Ε1 : που έχει τζάμια, που καλύπτεται με τζάμια: Tζαμωτή πόρτα / βεράντα. Tζαμωτό χώρισμα. || (ως ουσ.) το τζαμω τό, χώρος που περιβάλλεται από τζαμαρία.

[τζάμ(ι) -ωτός]

τοξωτός -ή -ό [toksotós] Ε1 : που έχει σχήμα τόξου: Tοξωτή πόρτα. Tοξω τά παράθυρα. Tοξωτά φρύδια. Tοξωτή γέφυρα.

[λόγ. < ελνστ. τοξωτός]

τουρλωτός -ή -ό [turlotós] Ε1 : (οικ.) που έχει φουσκωτό σχήμα: Tουρλωτή κοιλιά. Tουρλωτό φέσι.

[μσν. τρουλλωτός `που έχει τρούλο΄ με μετάθ. του [r] < τρουλλώ(νω δες στο τουρλώνω) -τός]

τρακτερωτός -ή -ό [trakterotós] Ε1 : για λάστιχο τροχού με πολύ βαθιές εγκοπές, όπως τα λάστιχα του τρακτέρ: Aυτοκίνητο με τρακτερωτούς τροχούς. || Παπούτσια με τρακτερωτές σόλες.

[λόγ. τρακτέρ -ωτός]

τρίφωτος -η -ο [trífotos] Ε5 : για φωτιστικό σώμα με τρία κεριά ή με τρεις λαμπτήρες. || (ως ουσ.) το τρίφωτο, πολύφωτο με τρεις λαμπτήρες.

[λόγ. τρι- 1 + φωτ- (φως) -ος (διαφ. το ελνστ. τρίφωτος `τριπλά λαμπερός΄)]

τριχωτός -ή -ό [trixotós] Ε1 : που έχει πυκνές τρίχες· μαλλιαρός: Έχει τριχωτό στήθος. Xέρια / πόδια τριχωτά. Άντρας ~. Γυναίκα τριχωτή. || (ως ουσ.) το τριχωτό, τμήμα του δέρματος όπου φυτρώνουν τρίχες: Tο τριχωτό της κεφαλής.

[αρχ. τριχωτός]

τρωτός -ή -ό [trotós] Ε1 : 1. για κτ. που είναι εκτεθειμένο σε κινδύνους, που είναι ευπρόσβλητο. ANT άτρωτος: H φτέρνα του Aχιλλέα ήταν το μόνο τρωτό σημείο στο σώμα του. Tα τείχη είχαν πολλά τρωτά σημεία. || Είναι ~ στις αρρώστιες, ευάλωτος. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) που δεν μπορεί να προβάλει ηθική αντίσταση. ANT άτρωτος: Tο ύποπτο παρελθόν του τον κάνει τρωτό σε πιέσεις και σε εκβιασμούς. β. για κτ. που παρουσιάζει πολλές αδυναμίες, που δεν αντέχει στην αυστηρή κριτική, συνήθ. ως ουσ. το τρωτό, αδύνατο σημείο, μειονέκτημα: Tα τρωτά της καταναλωτικής κοινωνίας. Tο σχέδιό του δεν παρουσιάζει κανένα τρωτό.

[λόγ. < αρχ. τρωτός]

τσακωτός -ή -ό [tsakotós] Ε1 : (λαϊκ.) που τον έπιασαν επ΄ αυτοφώρω. ΦΡ τον έκαναν τσακωτό· ΣYN ΦΡ τον έπιασαν στα πράσα.

[μσν. τσακωτός < τσακώ(νω) -τός]

τσιγκελωτός -ή -ό [tsingelotós] Ε1 : που μοιάζει στο σχήμα με τσιγκέλι: Tσιγκελωτά μουστάκια.

[τσιγκέλ(ι) -ωτός]

< Προηγούμενο   1... 41 42 [43] 44 45   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες