Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ωτό
447 εγγραφές [331 - 340]
κιγκλιδωτός -ή -ό [kiŋgliδotós] Ε1 : που είναι κατασκευασμένος με κιγκλίδωμα ή που κλείνεται με κιγκλίδωμα: ~ φράχτης. Kιγκλιδωτά παράθυρα.

[λόγ. κιγκλιδ- (δες κιγλίδα) -ωτός απόδ. γαλλ. grillagé]

κλαδωτός -ή -ό [klaδotós] Ε1 : που έχει κλαδιά.

[λόγ. κλάδ(ος) -ωτός]

κλαρωτός -ή -ό [klarotós] Ε1 : για ύφασμα ή ρούχο με μεγάλα σχέδια κλαδιών, φύλλων ή λουλουδιών: Φούστα κλαρωτή.

[κλαρ(ί) -ωτός]

κλιμακωτός -ή -ό [klimakotós] Ε1 : 1. που μοιάζει στο σχήμα ή στη διάταξη με σκάλα, με κλίμακα: Kλιμακωτά επίπεδα. 2. (μτφ.) που στην πορεία του ακολουθεί μια εξέλιξη σταθερή από το κατώτερο στο αμέσως ανώτερο σημείο: Kλιμακωτές ενέργειες. Kλιμακωτή αύξηση. κλιμακωτά ΕΠIΡΡ: Οι λόφοι ξεκινούσαν από τις παρυφές της πόλης και υψώνονταν ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. κλιμακωτός· 2: σημδ. αγγλ. escalatory]

κορδωτός -ή -ό [korδotós] Ε1 : κορδωμένος. κορδωτά ΕΠIΡΡ.

[κορ δώ(νω) -τός]

κουμπωτός -ή -ό [kumbotós] Ε1 : για ρούχο που κλείνει με κουμπιά: Kουμπωτό φουστάνι.

[κουμπώ(νω) -τός]

κουφωτός -ή -ό [kufotós] Ε1 : συνήθ. κουφωτά παντζούρια, τα κουφωμένα.

[κουφώ(νω) -τός]

κοχλιωτός -ή -ό [koxliotós] Ε1 : α. του οποίου η σύνδεση έγινε με κοχλία· βιδωτός. β. που έχει σχήμα κοχλία· σπειροειδής.

[λόγ. κοχλιω- (δες κοχλιώνω) -τός]

κροσσωτός -ή -ό [krosotós] Ε1 : που έχει κρόσσια.

[λόγ. < ελνστ. κροσσωτός]

κυψελωτός -ή -ό [kipselotós] Ε1 : που έχει κοιλότητες που μοιάζουν με κυψέλες· κυψελώδης.

[λόγ. κυψέλ(η) -ωτός απόδ. γαλλ. cellulaire]

< Προηγούμενο   1... 32 33 [34] 35 36 ...45   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες