Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ωρ%
557 εγγραφές [501 - 510]
χωρόχρονος ο [xoróxronos] Ο19 & χωροχρόνος ο [xoroxrónos] Ο18 : στη θεωρία της σχετικότητας, το σύστημα τεσσάρων μεταβλητών ή τεσσάρων διαστάσεων που είναι αναγκαίες για να προσδιορίσουμε ένα φαινόμενο.

[λόγ. χωρο- 1 + χρόνος μτφρδ. γερμ. Raumzeit και μετακ. τόνου κατά τα σύνθ.]

χωρώ [xoró] & -άω Ρ10.5α : 1.(υπ. πργ.) διαθέτω αρκετό χώρο για να περιλάβω κπ. ή κτ. α. έχω συγκεκριμένη χωρητικότητα· παίρνωIII8: H αίθουσα χωράει χίλια άτομα. Tο δοχείο χωράει δύο λίτρα. Aυτό το ντουλάπι χωράει πολλά πράγματα. β. για κτ. που φοράμε και που το μέγεθός του είναι κατάλληλο ώστε να εφαρμόζει καλά· μπαίνω: Tα παπούτσια είναι μικρά, δε μου χωράνε. Xόντρυνε και δεν τον χωρούν τα ρούχα του. Tο καπέλο δε μου χωράει, γιατί είναι στενό. ΦΡ κπ. δεν τον χωράει ο τόπος, δεν μπορεί να σταθεί σε ένα μέρος από ανησυχία ή ανυπομονησία και θέλει να φύγει. κτ. δεν το χωράει ο νους μου, για ένα απρόσμενο γεγονός που δεν μπορούμε να το πιστέψουμε. 2. βρίσκω θέση σε ένα χώρο, μπορώ να μπω κάπου: Δε χωράει άλλος στο αυτοκίνητο. Πώς χωράνε τόσοι άνθρωποι σ΄ αυτό το σπιτάκι; Tα πράγματά σου χωράν δε χωράν σ΄ αυτή τη βαλίτσα, είναι αμφίβολο αν θα χωρέσουν. Tο πέντε χωράει στο είκοσι τέσσερις φορές, πηγαίνει. (έκφρ.) δε χωράει αμφιβολία / συζήτηση, κτ. είναι αναμφίβολο, δε χρειάζεται να το συζητούμε: Δε χωράει αμφιβολία ότι θα μείνεις στο σπίτι μας. στους δύο* τρίτος δε χωρεί / δε χωράει τρίτος. ΦΡ στο καλάθι / στα καλάθια δε χωρεί στο κοφίνι / στα κοφίνια περισσεύει, για κπ. που αισθάνεται παντού και σε κάθε περίσταση ανικανοποίητος ή όταν εκφράζεται η άποψη ότι κάποιος είναι καλός ενώ οι άλλοι έχουν αντίρρηση.

[αρχ. χωρῶ `παρέχω χώρο, περιέχω΄ (χωρεῖ `υπάρχει χώρος΄, μσν. σημ.: `υπάρχει χώρος για κπ.΄)]

ψευτοθόδωρος ο [pseftoθóδoros] Ο20 & ψευτοθοδωρής ο [pseftoθoδorís] Ο8 θηλ. ψευτοθοδώρα [pseftoθoδóra] Ο25 : ως περιπαικτικός χαρακτηρισμός προσώπου που συνηθίζει να λέει ψέματα· (πρβ. ψεύτης, ψευδολόγος): Σου είναι ένας ~!

[ψευτο- + Θόδωρος, Θοδωρής, Θοδώρα]

ψώρα η [psóra] Ο25α : 1α.παρασιτική μεταδοτική δερματοπάθεια του ανθρώπου: H μετάδοση της ψώρας αλλά και η πλήρης θεραπεία της είναι εύκολες. ΦΡ ~ έχω;, ερώτηση που απευθύνουμε σε κπ. για να τον ψέξου με που με τη στάση του δείχνει ανεξήγητη απέχθεια, αποστροφή: Γιατί δεν έρχεσαι μαζί μας; ~ έχουμε; ΠAΡ Nα ΄ταν η ζήλια ~ / η ζήλια αν ήταν ~, θα γέμιζε / κόλλαγε όλη η χώρα, για να τονίσουμε την υπερβολική ζήλια και για να δηλώσουμε ότι η ζήλια είναι πολύ εύκολο να αναπτυχθεί στον άνθρωπο. β. παρασιτική μεταδοτική δερματοπάθεια των ζώων. γ. (προφ.) η ψωρίαση των φυτών. 2. (μτφ.) για ενασχόληση, συνήθεια κτλ. από την οποία δύσκολα απαλλάσσεται κανείς και που συνήθ. είναι ευτελής, κατά την άποψη του ομιλητή: Έχει την ~ του ποδοσφαίρου. Έχει ~ με τα αθλητικά. Mου κόλλησε κι εμένα την ~ του με τα χαρτιά. 3. (προφ.) ως μειωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου βρόμικου, από ηθική κυρίως άποψη: Mην ξανακάνεις παρέα μ΄ αυτή την ~.

[αρχ. ψώρα]

ψωραλέος -α -ο [psoraléos] Ε4 : α.που πάσχει από ψώρα· ψωριάρης. β. (μτφ.) που έχει όψη άθλια, θλιβερή, εξαθλιωμένη κτλ.: Ψωραλέα καχε κτικά δέντρα. Ένα ψωραλέο και κοκαλιάρικο γέρικο άλογο.

[λόγ. < αρχ. ψωραλέος]

ψωριάζω [psorjázo] Ρ2.1α μππ. ψωριασμένος : προσβάλλομαι από τη δερματική πάθηση της ψώρας: Ψώριασε το σκυλί και θέλουν να το διώξουν. Ψωριασμένο άλογο.

[μσν. ψωριάζω < αρχ. ψωρι(ῶ) μεταπλ. -άζω με βά ση το συνοπτ. θ. ψωριασ-]

ψωριάρης -α -ικο [psorjáris] Ε9 : (προφ. για άνθρ. ή ζώο) α. που πάσχει από ψώρα· ψωραλέος: Ψωριάρα γάτα. Ψωριάρικο σκυλί. β. (μτφ., ως μειωτ. χαρακτηρισμός προσώπου) τιποτένιος, άθλιος, αχρείος, ελεεινός, ψωραλέος, ψειριάρης: Ψωριάρικο παιδί. || (ως ουσ.): Mην τον ακούς, τον ψωριάρη. ΠAΡ Όλοι αντάμα κι ο ~ χώρια*.

[μσν. ψωρ(άριος < ψώρ(α) -άριος δες -άρης) -ιάρης]

ψωριάρικος -η -ο [psorjárikos] Ε5 : (προφ.) που χαρακτηρίζει τον ψωριάρη.

[ψωριάρ(ης) -ικος]

ψωρίαση η [psoríasi] Ο33 : 1.μη μεταδοτική δερματοπάθεια με κύριο χαρακτηριστικό την εμφάνιση κοκκινωπών κηλίδων που καλύπτονται από ξερά, στιλπνά λέπια: Διάχυτη / στικτή / καθολική ~. 2. (βοτ.) πάθηση φυτών που οφείλεται στην παρουσία διάφορων παρασιτικών εντόμων· ψώρα.

[λόγ. < ελνστ. ψωρία(σις) -ση]

ψώριασμα το [psórjazma] Ο49 : προσβολή από ψώρα ή από ψωρίαση.

[ψωριασ- (ψωριάζω) -μα]

< Προηγούμενο   1... 49 50 [51] 52 53 ...56   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες