Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
557 εγγραφές [151 - 160] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εμφιλοχωρώ [emfiloxoró] Ρ10.9α : (λόγ.) εισχωρώ, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι κάπου (μέσα ή μεταξύ άλλων), συνήθ. προκαλώντας κτ. κακό, δυσάρεστο κτλ· (πρβ. παρεισφρέω): Kάποια διαφωνία είχε εμφιλοχωρήσει ανάμεσά τους, είχε προκύψει.
[λόγ. < ελνστ. ἐμφιλοχωρῶ `μένω με ευχαρίστηση΄ (συνήθ. για τους δαίμονες στα γήινα)]
- εναιώρημα το [eneórima] Ο49 : διάλυμα στερεάς ουσίας σε υγρό, που τα μόριά της δεν έχουν διαλυθεί αλλά αιωρούνται.
[λόγ. < αρχ. ἐναιώρημα]
- ενδοχώρα η [enδoxóra] Ο25 : εδαφική περιοχή που εκτείνεται πίσω από παραθαλάσσιο τόπο (οικισμό, λιμάνι) και έχει στενούς οικονομικούς, πολιτικούς κτλ. δεσμούς με αυτόν: Kατέλαβαν το λιμάνι και ένα μικρό μέρος της ενδοχώρας του.
[λόγ. ενδο- + χώρα μτφρδ. γερμ. Hinterland]
- ενωρίς [enorís] επίρρ. χρον. : (λόγ.) νωρίς.
[λόγ. επίδρ. στο νωρίς κατά την ετυμ. του νωρίς < αρχ. φρ. ἐν ὥρᾳ `στη σωστή εποχή΄]
- εξάωρος -η -ο [eksáoros] Ε5 : που διαρκεί έξι ώρες: ~ ύπνος. Εξάωρη εργασία / ανάπαυση. || (ως ουσ.) το εξάωρο, χρονικό διάστημα έξι ωρών. (ιδ. για διδακτικές ώρες): Σήμερα, Tρίτη, η τάξη μας έχει εξάωρο.
[λόγ. < ελνστ. ἑξάωρος]
- εξαώροφος -η -ο [eksaórofos] Ε5 : που έχει έξι ορόφους: Ένα εξαώροφο κτίριο. Εξαώροφη οικοδομή / πολυκατοικία.
[λόγ. εξα- + -ώροφος]
- εξωραΐζω [eksoraízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(για χώρο) τον κάνω ωραίο, τον καλλωπίζω, τον ομορφαίνω: Εξωραΐζουν την πόλη / τη γειτονιά / την πλατεία. 2. (μτφ.) κάνω κτ. να φαίνεται ωραίο, ενώ δεν είναι, και ιδίως το περιγράφω με επαινετικά λόγια· ωραιοποιώ: H φυσική τάση του ανθρώπου να εξωραΐζει το παρελθόν.
[λόγ. < ελνστ. ἐξωραΐζω `στολίζω΄ σημδ. γαλλ. embellir]
- εξωραϊσμός ο [eksoraizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξωραΐζω. 1. (για χώρο) καλλωπισμός: Έργα / δαπάνες εξωραϊσμού. 2. (μτφ.) ωραιοποίηση: ~ μιας δυσάρεστης πραγματικότητας. Mέτρα δήθεν φιλελεύθερα που είχαν ως μοναδικό στόχο τον εξωραϊσμό του δικτατορικού καθεστώτος.
[λόγ. < ελνστ. ἐξωραΐσμός `στόλισμα΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. εξωραΐζω]
- εξωραϊστικός -ή -ό [eksoraistikós] Ε1 : που εξωραΐζει ή γίνεται για εξωραϊσμό. 1. που έχει σχέση με τον εξωραϊσμό ενός χώρου: Ένας ~ σύλλογος. Εξωραϊστικά έργα. Εξωραϊστικές δαπάνες. 2. (μτφ.) που ωραιοποιεί: Aντιμετωπίζει την πραγματικότητα με εξωραϊστική διάθεση.
[λόγ. εξωραϊσ- (εξωραΐζω) -τικός]
- εξώραφος -η -ο [eksórafos] & ξώραφος -η -ο [ksórafos] Ε5 : που είναι ραμμένος ή διακοσμημένος με εξωτερικές ραφές, με εξωτερικά γαζιά: Εξώραφα παπούτσια / πέτα. || Εξώραφο γαζί.
[εξω- + ραφ(ή) -ος· αποβ. του αρχικού άτ. φων.]