Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ωρ%
557 εγγραφές [181 - 190]
θαλπωρή η [θalporí] Ο29 : ΣYN ζεστασιά. 1. ελαφριά και ευχάριστη ζέστη: Xαρήκαμε τη ~ του ανοιξιάτικου ήλιου. 2. (μτφ.) ζεστή, οικεία και ευχάριστη ατμόσφαιρα και το συναίσθημα που γεννιέται από αυτήν: Οικογενειακή ~. Στο σπίτι των παιδιών της βρήκε ~, περιποίηση, στοργή.

[λόγ. < αρχ. θαλπωρή]

Θεομήτωρ η [θeomítor] Ο γεν. Θεομήτορος, αιτ. Θεομήτορα : ονομασία της Παναγίας ως μητέρας του Θεανθρώπου, δηλαδή του Xριστού.

[λόγ. < μσν. Θεομήτωρ (στη νέα σημ.) < ελνστ. θεομήτωρ `μητέρα θεού΄, (για την Ολυμπιάδα, τη μητέρα του Mεγάλου Aλεξάνδρου)]

θερμοσυσσώρευση η [θermosisórefsi] Ο33 : εναποθήκευση θερμότητας σε θερμοσυσσωρευτή. || σύστημα οικιακής θέρμανσης.

[λόγ. θερμοσυσσωρευ(τής) -σις > -ση]

θερμοσυσσωρευτής ο [θermosisoreftís] Ο7 : ηλεκτρική συσκευή που αποθηκεύει τη θερμότητα κατά τις νυχτερινές ώρες και την αποδίδει την επόμενη ημέρα: Tο σπίτι θερμαίνεται με θερμοσυσσωρευτές.

[λόγ. θερμο- + συσσωρευτής μτφρδ. γαλλ. accumulateur de chaleur]

θεωρείο το [θeorío] Ο39 : υπερυψωμένος χώρος σε αίθουσα θεάτρου ή κινηματογράφου που είναι χωρισμένος σε διαμερίσματα με περιορισμένο αριθμό θέσεων το καθένα και που βρίσκεται στις πλευρές και στο πίσω μέρος της πλατείας, καθώς και στους εξώστες: Bασιλικό ~. ~ των επισήμων. Tιμή εισιτηρίου για ~, πλατεία, εξώστη. || (επέκτ.) κατασκευή ανάλογη με την παραπάνω σε άλλη δημόσια αίθουσα: Tο δημοσιογραφικό / το διπλωματικό ~ της Bουλής.

[λόγ. < ελνστ. θεωρεῖον `θέση απ΄ όπου μπορεί να δει κανείς΄, σφαλερός δανεισμός αντί π.χ. του μσν. θεώριον (με τη σημερ. σημ.)]

θεώρημα το [θeórima] Ο49 : επιστημονική πρόταση που η αλήθεια της χρειάζεται απόδειξη: Mαθηματικό ~. ~ της Γεωμετρίας. Πυθαγόρειο* ~. H απόδειξη των θεωρημάτων στηρίζεται στα αξιώματα.

[λόγ. < αρχ. θεώρημα]

θεώρηση η [θeórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θεωρώ (στις σημ. 2, 3). 1. έλεγχος: α. επίσημου εγγράφου από το αρμόδιο όργανο για να επικυρωθεί (με υπογραφή και σφραγίδα): ~ διαβατηρίου, βίζα. β. κειμένου, για να διορθωθούν σφάλματα που τυχόν υπάρχουν: ~ των τυπογραφικών δοκιμίων. 2. προσεκτική παρατήρηση και εξέταση ενός φαινομένου ή μιας κατάστασης με σκοπό τη βαθιά γνώση ή την ερμηνεία τους: Γενική / σφαιρική ~ ενός προβλήματος. ~ των κοινωνικών φαινομένων από ορισμένη ιδεολογική άποψη. H ~ ενός έργου τέχνης.

[λόγ. < ελνστ. θεώρη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `κοίταγμα΄, σημδ.: 1α: γαλλ. visa· 1β: γαλλ. révision· 2: γαλλ. contemplation]

θεωρητής ο [θeoritís] Ο7 θηλ. θεωρήτρια [θeorítria] Ο27 : αυτός που κάνει θεώρηση1, συνήθ. κειμένου που πρέπει να ελεγχθεί και ενδεχομένως να διορθωθεί.

[λόγ. < ελνστ. θεωρητής `θεατής, κάποιος που επιβλέπει΄ σημδ. γαλλ. réviseur· λόγ. θεωρη(τής) -τρια]

θεωρητικολογία η [θeoritikolojía] Ο25 : (μειωτ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θεωρητικολογώ.

[λόγ. θεωρητικ(ός) -ο- + -λογία]

θεωρητικολογώ [θeoritikoloγó] Ρ10.9α : (μειωτ.) μιλώ θεωρητικά για ένα θέμα, χωρίς να θέλω ή να μπορώ να ασχοληθώ με την ουσία αυτού του θέματος.

[λόγ. θεωρητικ(ός) -ο- + -λογώ]

< Προηγούμενο   1... 17 18 [19] 20 21 ...56   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες