Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
291 εγγραφές [201 - 210] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- νωπογραφία η [nopoγrafía] Ο25 : ΣYN φρέσκο. 1. μέθοδος ζωγραφικής σε τοίχο, στην οποία χρησιμοποιούν υδροχρώματα επάνω στη νωπή ακόμη επιφάνεια του ασβεστοκονιάματος. 2. τοιχογραφία ζωγραφισμένη με την παραπάνω μέθοδο.
[λόγ. νωπ(ός) -ο- + γράφ(ω) -ία κατά το ζωγραφία (δες στο ζωγραφιά) απόδ. ιταλ. affresco < a fresco `σε φρέσκο΄]
- νωπός -ή -ό [nopós] Ε1 : 1α.(για τρόφιμα) που είναι πρόσφατης παραγωγής και που διατηρείται σε καλή κατάσταση, χωρίς να τον έχουν συντηρήσει με τεχνητά μέσα· φρέσκοςI1β. ANT συντηρημένος, κατεψυγμένος: Nωπά φρούτα / λαχανικά. Nωπό κρέας / ψάρι. || Nωπό βούτυρο, σε αντιδιαστολή προς το λιωμένο και αλατισμένο. β. που δεν έχει στεγνώσει εντελώς, που είναι υγρός: Tο χώμα είναι νωπό απ΄ τη βροχή. Tο μελάνι / το αίμα είναι ακόμη νωπό. Tα ρούχα να τα σιδερώνεις νωπά. || ~ τάφος, φρεσκοσκαμμένος. 2. (μτφ.) που είναι πρόσφατος: Tα γεγονότα είναι ακόμη νωπά. Οι τελευταίες νωπές ειδήσεις. || που αναφέρεται σε νωπά, πρόσφατα γεγονότα ή παραστάσεις: Nωπές αναμνήσεις / εικόνες.
[μσν. νωπός < αρχ. νέ(ος) -ωπός]
- ξανθωπός -ή -ό [ksanθopós] Ε1 : που είναι περίπου, σχεδόν ξανθός: Tο ξανθωπό τρίχωμα του ζώου.
[λόγ. < ελνστ. ξανθωπός]
- ξώπετσος -η -ο [ksópetsos] Ε5 : (οικ.) για κτ. που είναι τελείως επιφανειακό, που δεν προχωράει σε βάθος: Tο τραύμα είναι ξώπετσο. || Tο ενδιαφέρον του είναι ξώπετσο.
ξώπετσα ΕΠIΡΡ: H σφαίρα τον πήρε ~. Tα παίρνει όλα ~. [μσν. εξώπετσος < έξω + πέτσ(α) -ος με αποβ. του αρχι κού άτ. φων.]
- οκτάκωπος -η / -ος -ο [oktákopos] Ε17 : 1. για σκάφος που κινείται με οχτώ κουπιά. 2. (ως ουσ.) η οκτάκωπος: α. σκάφος ειδικής κατασκευής για οχτώ κωπηλάτες. β. το αντίστοιχο αγώνισμα.
[λόγ. οκτα- + αρχ. κώπ(η δες στο κουπί) -ος]
- ολιγανθρωπία η [oliγanθropía] Ο25 : η ιδιότητα του ολιγάνθρωπου, μικρό πλήθος ανθρώπων σε ένα χώρο, σε μια έκταση, περιοχή κτλ. ANT πολυανθρωπία.
[λόγ. < αρχ. ὀλιγανθρωπία]
- ολιγάνθρωπος -η -ο [oliγánθropos] Ε5 : ANT πολυάνθρωπος. 1. (για χώρο, περιοχή) που έχει λίγους κατοίκους. 2. (σπάν.) που αποτελείται από μικρό αριθμό ανθρώπων: Ολιγάνθρωπη ομάδα.
[λόγ. < αρχ. ὀλιγάνθρωπος]
- ολομέτωπος -η -ο [olométopos] Ε5 : που γίνεται σε όλα τα μέτωπα2β: ~ αγώνας / ολομέτωπη επίθεση, που γίνεται ενάντια σε όλες τις θέσεις του αντιπάλου: H αντιπολίτευση εξαπέλυσε ολομέτωπη επίθεση κατά της κυβέρνησης.
[λόγ. ολο- + μέτωπ(ον)2β -ος]
- ομορφάνθρωπος ο [omorfánθropos] Ο20 (χωρίς γεν. πληθ.) : (οικ.) για όμορφο άντρα.
[ομορφ(ο)- + άνθρωπος]
- παλαιοανθρωπολογία η [paleoanθropolojía] Ο25 : κλάδος της παλαιοντολογίας που μελετά την προέλευση και την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους με βάση τα απολιθώματα από παλαιότερες εποχές· παλαιοντολογία του ανθρώπου.
[λόγ. < αγγλ. paleoanthropology < paleo- = παλαιο- + anthropology = ανθρωπολογία]