Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 291 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γεωπολιτική η [jeopolitikí] Ο29 : η μελέτη της επίδρασης των γεωγραφικών, οικονομικών και δημογραφικών παραγόντων στην πολιτική και κυρίως στην εξωτερική πολιτική των κρατών. || ο συνδυασμός πολιτικών και γεωγραφικών παραγόντων που χαρακτηρίζουν ένα συγκεκριμένο κράτος ή μια περιοχή.
[λόγ. < αγγλ. geopolitics < geo(graphy) = γεω(γραφία) + politics = πολιτική]
- γεωπολιτικός -ή -ό [jeopolitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη γεωπολιτική: Ο ~ χάρτης μιας χώρας. Γεωπολιτική θεωρία. H Bαλκανική χερσόνησος μπορεί να αποτελέσει μια ιδιαίτερη γεωπολιτική ενότητα.
[λόγ. γεωπολιτ(ική) -ικός]
- γεωπονία η [jeoponía] Ο25 : επιστήμη που μελετά τα προβλήματα που σχετίζονται με τη γεωργία και με ένα σύνολο θεωρητικών και πρακτικών γνώσεων και επινοεί τρόπους και μέσα για την αντιμετώπισή τους. || η σχετική πανεπιστημιακή σχολή.
[λόγ. < γαλλ. géoponie (στη νέα σημ.) < αρχ. γεωπονία `καλλιέργεια της γης΄]
- γεωπονικός -ή -ό [jeoponikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στη γεωπονία ή στο γεωπόνο: Γεωπονικό σύγγραμμα. Γεωπονική Σχολή. ~ σύλλογος. 2. (ως ουσ.) α. η Γεωπονική, η σχετική πανεπιστημιακή σχολή. β. η γεωπονική, η γεωπονία.
[λόγ. < γαλλ. géoponique (στη νέα σημ.) < αρχ. γεωπονικός `που ανήκει στη γεωργία΄]
- γεωπόνος ο [jeopónos] Ο18 θηλ. γεωπόνος [jeopónos] Ο35 : ειδικός επιστήμονας που ασχολείται με τη γεωπονία: Οι γεωπόνοι καθοδηγούν τους αγρότες για τη βελτίωση των καλλιεργειών.
[λόγ. < γαλλ. géopone (στη σημερ. σημ.) < ελνστ. γεωπόνος `γεωργός΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- διανθρώπινος -η -ο [δianθrópinos] Ε5 : που γίνεται, που συμβαίνει ανάμεσα σε ανθρώπους: Διανθρώπινες σχέσεις. Διανθρώπινη εκμετάλλευση.
[λόγ. δι(α)- + ανθρώπινος μτφρδ. αγγλ. interhuman]
- διαπροσωπικός -ή -ό [δiaprosopikós] Ε1 : που αφορά δύο ή περισσότερα πρόσωπα: Διαπροσωπικές σχέσεις.
[λόγ. δια- + προσωπικός μτφρδ. γαλλ. interpersonnel]
- διαστημάνθρωπος ο [δiastimánθropos] Ο20α : 1. φανταστικό ανθρώπινο ον που προέρχεται από άλλο ουράνιο σώμα. 2. ο αστροναύτης.
[λόγ. διάστημ(α)II + άνθρωπος (μορφολογικά σφαλερή δημιουργία) μτφρδ. αγγλ. space man]
- δίκωπος -η / -ος -ο [δíkopos] Ε17 : 1. για σκάφος που κινείται με δύο κουπιά. 2. (ως ουσ., αθλ.) η δίκωπος: α. σκάφος ειδικής κατασκευής για δύο κωπηλάτες. β. το αντίστοιχο αγώνισμα.
[λόγ. < αρχ. δίκωπος]
- διμέτωπος -η -ο [δimétopos] Ε5 : που γίνεται σε δύο μέτωπα, που αντιμετωπίζει ταυτόχρονα δύο αντιπάλους ή δύο αντίξοες καταστάσεις: Διεξάγεται ένας ~ αγώνας, εναντίον των εσωτερικών και των εξωτερικών εχθρών. H κυβέρνηση δέχτηκε διμέτωπη επίθεση και από τα δύο κόμματα της αντιπολίτευσης.
[λόγ. < ελνστ. διμέτωπος]



