Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 291 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθρωποφαγικός -ή -ό [anθropofajikós] Ε1 : ΣYN κανιβαλικός. 1. που αναφέρεται στην ανθρωποφαγία: Aνθρωποφαγικά έθιμα. 2. (μτφ.) που έχει ιδιότητες ανθρωποφάγου2· άγριος, σκληρός, ωμός: Aνθρωποφαγικές διαθέσεις.
[λόγ. ανθρωποφαγ(ία) -ικός (πρβ. μσν. επίρρ. ανθρωποφαγικώς)]
- ανθρωποφάγος -α / -ος -ο [anθropofáγos] Ε14 : 1.που τον χαρακτηρίζει η ανθρωποφαγία: Aνθρωποφάγες φυλές. || (συνήθ. ως ουσ.) ο ανθρωποφάγος, μέλος πρωτόγονης φυλής που τρώει ανθρώπινο κρέας· κανίβαλος: Xάθηκε στη ζούγκλα και λέγεται πως τον έφαγαν ανθρωποφάγοι. 2. (μτφ.) που είναι απάνθρωπος, σκληρός ή στυγνός εκμεταλλευτής: Έχει ανθρωποφάγες διαθέσεις.
[λόγ. < αρχ. ἀνθρωποφάγος (στη σημ. 1)]
- ανθρωποφοβία η [anθropofovía] Ο25 : 1.(ιατρ.) ψυχική ασθένεια (φοβία), που προξενεί στον πάσχοντα αισθήματα φόβου και άγχους στη σχέση του με τους άλλους ανθρώπους. 2. η συστηματική αποφυγή κοινωνικών σχέσεων.
[λόγ. < γαλλ. anthropophobie < anthropo- = ανθρωπο- + -phobie = -φοβία]
- ανθρωπόφοβος -η -ο [anθropófovos] Ε5 : που πάσχει από ανθρωποφοβία.
[λόγ. < γαλλ. anthropophobe < anthropophob(ie) = ανθρωποφοβ(ία) -ος]
- ανθρωποώρα η [anθropoóra] Ο25 : μονάδα μέτρησης του χρόνου εργασίας, που εκφράζει την απασχόληση ενός εργαζομένου για το χρονικό διάστημα μιας ώρας και χρησιμοποιείται ιδίως για τον υπολογισμό του κόστους και του μισθού.
[λόγ. ανθρωπο- + ώρα μτφρδ. αγγλ. man-hour]
- ανθρωπωνυμικό το [anθroponimikó] Ο38 : προσηγορικό όνομα που προέρχεται από ανθρωπωνύμιο.
[λόγ. ανθρωπωνύμι(ον) -ικό, ουδ. του -ικός]
- ανθρωπωνύμιο το [anθroponímio] Ο40 : όνομα ανθρώπου, συνήθ. ως αντικείμενο γλωσσολογικής, εθνολογικής κτλ. μελέτης.
[λόγ. ανθρωπο- + -ωνύμιον με βάση το γαλλ. anthroponymie < anthropo- = ανθρωπο- + -onym(e) = -ωνύμ(ιον) -ie = -ία]
- ανισομετρωπία η [anisometropía] Ο25 : (ιατρ.) η άνιση ικανότητα όρασης των δύο οφθαλμών.
[λόγ. < νλατ. anisometropia < ελνστ. ἀνισόμε τρ(ος) + -opia < αρχ. ὤπ- (ὤψ) `μάτι΄ -ia = -ία]
- αντιευρωπαϊκός -ή -ό [andievropaikós] Ε1 : που είναι αντίθετος προς την πολιτική ή τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών κρατών ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Aντιευρωπαϊκή πολιτική.
[λόγ. αντι- + ευρωπαϊκός μτφρδ. αγγλ. anti-Εuropean (anti- = αντι-)]
- αντιμετωπίζω [andimetopízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.βρίσκομαι αντιμέτωπος με κπ., ο οποίος έχει για μένα διάθεση κριτική, ανταγωνιστική ή εχθρική, και ενεργώ ανάλογα: Ομιλητής που αντιμετωπίζει απαιτητικό ακροατήριο. Πώς να αντιμετωπίσω αύριο τον καθηγητή μου; H ομάδα μας αντιμετώπισε ισχυρό αντίπαλο κι έχασε με δύο μηδέν. || (επέκτ.): Στις συνομιλίες τα συνδικάτα αντιμετώπισαν την κυβερνητική αδιαλλαξία. || αντιμετωπίζω με επιτυχία κπ.: Δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει μόνος τον ένοπλο ληστή. Ο στρατός μας αντιμετώπισε τους εισβολείς. β. συμπεριφέρομαι σε κπ. ή σε κτ. σύμφωνα με ορισμένη ιδιότητά του: ~ κπ. ως σοβαρό / ως μορφωμένο άνθρωπο. || (επέκτ.): Φιλοσοφικό σύστημα που αντιμετωπίζει τον άνθρωπο ως αυθυπόστατη αξία. 2. βρίσκομαι σε μια δύσκολη κατάσταση και αγωνίζομαι να την ξεπεράσω: ~ δυσκολίες / κινδύνους / αρρώστιες / κρίση. ~ οικονομικά / οικογενειακά / ψυχικά προβλήματα. ~ κτ. με θάρρος / με επιτυχία. H κυβέρνηση αντιμετώπισε (επιτυχώς) τη νομισματική κρίση. || ~ το ενδεχόμενο (να
), υπάρχει περίπτωση, ενδέχεται να συμβεί κτ. (συνήθ. δυσάρεστο): Aντιμετωπίζουμε το ενδεχόμενο μιας νέας πετρελαϊκής κρίσης / να συμβεί μια νέα πετρελαϊκή κρίση.
[λόγ. αντιμέτωπ(ος) -ίζω μτφρδ. γαλλ. affronter]



