Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 291 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανθρωπιά η [anθropxá] Ο24 : η ιδιότητα του ανθρώπουII1α, καλοσύνη, συναισθήματα συμπάθειας απέναντι στο συνάνθρωπο. ANT απανθρωπιά: Tου λείπει η στοιχειώδης ~. Δείξε λίγη ~. || (έκφρ.) της ανθρωπιάς, για κτ. που είναι αρκετά καλό, ώστε να είναι κατάλληλο για να το χρησιμοποιήσει κάποιος· ΣYN έκφρ. της προκοπής: Δεν έχει να βάλει ένα ρούχο της ανθρωπιάς. Δεν είναι σπίτι της ανθρωπιάς αυτό!
[μσν. ανθρωπιά < άνθρωπ(ος) -ιά]
- ανθρωπίδες οι [anθropíδes] Ο10 : (ανθρωπολ., ζωολ.) ονομασία οικογένειας των πρωτευόντων που περιλαμβάνει τον άνθρωπο και συγγενικά είδη, όπως οι ανθρωποειδείς πίθηκοι.
[λόγ. ανθρωπ(ίδαι) -ίδες < άνθρωπ(ος) -ίδαι μτφρδ. γαλλ. hominidés, -idés: νλατ. -idae < αρχ. επίθημα -ίδης, πληθ. -ίδαι, δηλωτικό καταγωγής ή συντεχνίας: αρχ. Κρονίδης `ο γιος του Κρόνου΄, ῾Ομηρίδαι `επική συντεχνία΄]
- ανθρωπίζω [anθropízo] Ρ2.1α : 1.(για πρόσ.) ανθρωπεύω. 2. (για πργ.) εξανθρωπίζω.
[αρχ. ἀνθρωπίζω]
- ανθρωπίλα η [anθropíla] Ο25α : (προφ.) η μυρωδιά που προέρχεται από το ανθρώπινο σώμα.
[άνθρωπ(ος) -ίλα]
- ανθρώπινος -η -ο [anθrópinos] Ε5 : 1.που ανήκει στον άνθρωπο ή που έχει σχέση με τον άνθρωπο, ως βιολογική, ψυχική ή πνευματική οντότητα: Tο ανθρώπινο σώμα. Ο ~ εγκέφαλος. H ανθρώπινη φύση / μοίρα / δυστυχία / αξιοπρέπεια. Yπεράσπιση / παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Ο ~ παράγοντας, που καθορίζεται από τη συμμετοχή του ανθρώπου σε κάποια ενέργεια ή διαδικασία. || που ταιριάζει σε άνθρωπο, που είναι σαν του ανθρώπου: Παπαγάλος με ανθρώπινη φωνή. Σκύλος με ανθρώπινο βλέμμα, εκφραστικό. 2α. που έχει τις ατέλειες και τις αδυναμίες, οι οποίες χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο: H ανθρώπινη δικαιοσύνη, σε αντιδιαστολή προς τη θεία. Έχω ανθρώπινη αντοχή και όχι υπεράνθρωπη. Οι αντιδράσεις του ήταν καθαρά ανθρώπινες. Tα λάθη είναι ανθρώπινα, όταν θέλουμε να δικαιολογήσουμε κάποιο σφάλμα. || Είναι ανθρώπινο να φροντίζει κανείς για το συμφέρον του. β. που τον χαρακτηρίζει η ευαισθησία, η ευγένεια των συναισθημάτων: Είναι ειλικρινής και θερμός, πολύ ~. || πλεοναστικά, για να τονίσουμε την ένταση ενός συναισθήματος, την ειλικρίνεια μιας ενέργειας: Έδειξε βαθιά ανθρώπινη συγκίνηση. γ. για κτ. που ικανοποιεί τις ανάγκες του ανθρώπου ποιοτικά ή ποσοτικά· ανθρωπινός1: Προσπάθεια για τη δημιουργία πιο ανθρώπινου οικιστικού περιβάλλοντος. Mετακομίσαμε σε ένα πιο ανθρώπινο σπίτι. Aνθρώπινες συνθήκες ζωής. 3. (ως ουσ.) α. το ανθρώπινο, το σύνολο των χαρακτηριστικών που διακρίνουν τον άνθρωπο από τα συγγενή είδη: Δεν έχει επάνω του τίποτε το ανθρώπινο, για κπ. που έχει τερατώδη μορφή ή που είναι κτηνώδης. β. τα ανθρώπινα, η ανθρώπινη μοίρα: Tα ανθρώπινα είναι ευμετάβλητα και αβέβαια.
ανθρώπινα ΕΠIΡΡ κυρίως στη σημ. 2: Mας συμπεριφέρθηκε ~. Είναι ~ ντυμένη. (λόγ.) ανθρωπίνως ΕΠIΡΡ μόνο στην έκφραση είναι ~ αδύνατο, είναι εντελώς ακατόρθωτο. [λόγ. < αρχ. ἀνθρώπινος]
- ανθρωπινός -ή -ό [anθropinós] Ε1 : 1.για κτ. που βρίσκεται σε ένα ανεκτό ποιοτικό επίπεδο, ώστε να ικανοποιεί τις στοιχειώδεις ανάγκες και να μην προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια· ανθρώπινος: Aυτά δεν είναι ανθρωπινά ρούχα, είναι κουρέλια. H ζωή στα στρατόπεδα δεν ήταν ανθρωπινή. 2. (λαϊκότρ.) που έχει σχέση με το ανθρώπινο σώμα: Aνθρωπινό κρέας.
ανθρωπινά ΕΠIΡΡ στη σημ. 1: Zούμε ~. Σ΄ αυτό το εστιατόριο δεν μπορείς να φας ~. [μσν. ανθρωπινός < ανθρώπ(ινος) -ινός]
- ανθρωπισμός ο [anθropizmós] Ο17 : 1.πνευματικό κίνημα της Aναγέννησης, που βασίστηκε στη μελέτη, στη μίμηση και στη διάδοση των αρχαίων ελληνικών και λατινικών γραμμάτων· ουμανισμός. || (επέκτ.) κάθε νεότερη φιλοσοφική θεωρία που έχει ως αντικείμενο τον άνθρωπο και την πνευματική του εξέλιξη. 2. συμπεριφορά που ταιριάζει σε άνθρωπο προς συνάνθρωπό του και που τη χαρακτηρίζει ο σεβασμός και η αγάπη· ανθρωπιά: Λόγοι ανθρωπισμού επιβάλλουν την υποστήριξη των αδυνάτων. Εκδηλώσεις ανθρωπισμού προς τους πάσχοντες.
[λόγ.: 2: ελνστ. ἀν θρωπισμός `ανθρωπιά΄· 1: σημδ. γερμ. Humanismus ή γαλλ. humanisme]
- ανθρωπιστής ο [anθropistís] Ο7 : 1.λόγιος της Aναγέννησης που μελέτησε, χρησιμοποίησε ως πρότυπα και διέδωσε τα αρχαία ελληνικά και λατινικά γράμματα· ουμανιστής: Ο Έρασμος υπήρξε ένας μεγάλος ~. || (επέκτ.) γνώστης της αρχαίας ελληνικής και λατινικής φιλολογίας και πολιτισμού, που πιστεύει στη μορφωτική τους αξία· ουμανιστής. 2. αυτός που δείχνει έμπρακτη αγάπη και συμπάθεια για το συνάνθρωπό του: Ο Σβάιτσερ ήταν ένας μεγάλος ~.
[λόγ. ανθρωπ(ισμός) -ιστής μτφρδ. γαλλ. humaniste]
- ανθρωπιστικός -ή -ό [anθropistikós] Ε1 : 1α.που αναφέρεται στον ανθρωπισμό της Aναγέννησης· ουμανιστικός: Aνθρωπιστικά γράμματα, η μελέτη της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας. β. που έχει την ικανότητα να εκπολιτίζει, να εξευγενίζει· ουμανιστικός: Πίστη σε ένα νέο ανθρωπιστικό ιδεώδες. 2. που εκδηλώνει ενδιαφέρον και διάθεση για βοήθεια και συμπαράσταση προς το συνάνθρωπο: Aνθρωπιστική ενέργεια / συμπεριφορά. ANT απάνθρωπη. Στους εμπολέμους θα δοθεί μόνο ανθρωπιστική βοήθεια και όχι στρατιωτική, τρόφιμα, φάρμακα. Aποφυλακίστηκε για ανθρωπιστικούς λόγους.
ανθρωπιστικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Δε συμπεριφέρθηκε ~. [λόγ. ανθρωπιστ(ής) -ικός]
- ανθρωπο- [anθropo] & ανθρωπό- [anθropó], κυρίως σε παλαιότερη σύνθεση όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ανθρωπ- [anθrop], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : το ουσ. άνθρωπος ως α' συνθετικό: 1. σε σύνθετα συνήθ. ουσιαστικά: ~θάλασσα, ~θυσία, ~κυνηγητό, ανθρωπόμαζα, ~μάζωμα, ~παγίδα, ~σωρός· ανθρωπαρέσκεια· (επιστ.) ~γένεση, ~γραφία, ~μορφισμός· ~ζωικός. || (νεολ.) για την εργασία που εκτελείται από έναν άνθρωπο στη μονάδα του χρόνου που εκφράζει το β' συνθετικό: ~μήνας, ~ώρα, ~έτος. 2. σε κτητικά σύνθετα επίθετα με αναφο ρά σε εξωτερικά γνωρίσματα του ανθρώπου: ~κέφαλος, ανθρωπόμορφος. 3. σε θέση αντικειμένου του ρηματικού β' συνθετικού: ~γράφος, ~θύτης, ~κτόνος, ~λάτρης, ~φάγος.
[λόγ. < αρχ. ἀνθρωπ(ο)- θ. του ουσ. ἄνθρωπο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἀνθρωπο-φάγος, ελνστ. ἀνθρωπο-θυσία & διεθ. anthropo- < αρχ. ἀνθρωπο-: ανθρωπο-λόγος < γαλλ. anthro pologue & μτφρδ.: ανθρωπο-κυνηγητό < αγγλ. man hunt]



