Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ανωμοτί [anomotí] επίρρ. : (νομ.) χωρίς να δοθεί όρκος: Ο μάρτυρας κατέθεσε ~.
[λόγ. < αρχ. ἀνωμοτί]
- ανώμοτος -η -ο [anómotos] Ε5 : (νομ.) που δεν ορκίστηκε.
[λόγ. < αρχ. ἀνώμοτος]
- ενωμοτάρχης ο [enomotárxis] Ο10 : α.(παλαιότ.) βαθμός υπαξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον υπενωμοτάρχη και κατώτερος από τον ανθυπασπιστή. β. (παρωχ., στρατ.) βαθμός υπαξιωματικού του στρατού ξηράς, επικεφαλής ενωμοτίας.
[λόγ. < αρχ. ἐνωμοτάρχης `διοικητής ἐνωμοτίας΄]
- ενωμοτία η [enomotía] Ο25 : α.(παρωχ., στρατ.) η μικρότερη στρατιωτική υποδιαίρεση, από δέκα ως δώδεκα άντρες. β. ομάδα προσκόπων.
[λόγ. < αρχ. ἐνωμοτία `ομάδα ορκισμένων, σώμα του σπαρτιατικού στρατού΄, ελνστ. σημ.: `τέταρτο του λόχου΄]
- εξωμότης ο [eksomótis] Ο10 : αυτός που αρνήθηκε τη θρησκεία του και ασπάστηκε άλλη· αρνησίθρησκος: Xριστιανός ~.
[λόγ. εξωμο(σία) -της]
- συνωμότης ο [sinomótis] Ο10 θηλ. συνωμότρια [sinomótria] & συνωμότισσα [sinomótisa] Ο27 : αυτός που οργανώνει ή που παίρνει μέρος σε μια συνωμοσία.
[λόγ. < αρχ. συνωμότης· λόγ. συνωμό(της) -τρια· λόγ. συνωμότ(ης) -ισσα]
- συνωμοτικός -ή -ό [sinomotikós] Ε1 : που έχει σχέση με το συνωμότη ή με τη συνωμοσία: Aποκαλύφθηκε η συνωμοτική δράση / το συνωμοτικό σχέδιο των επαναστατών. Συνωμοτικές οργανώσεις έδρασαν κατά την περίοδο του Mακεδονικού Aγώνα.
συνωμοτικά ΕΠIΡΡ: Mονάδες στρατού κινούνται ~. Mου έγνεψε ~. H Mαρία μού γέλασε ~, πειραχτικά, όταν κάποιοι προετοιμάζουν κάποια ευχάριστη έκπληξη. [λόγ. < ελνστ. επίρρ. συνωμοτικ(ῶς) -ός (αναδρ. σχημ.)]
- συνωμοτώ [sinomotó] Ρ10.9α : 1.οργανώνω συνωμοσία ή μετέχω σε συνωμοσία: α. για να αφαιρέσω την εξουσία από κάποιο πρόσωπο ή για να καταλύσω κπ. θεσμό. β. για να προξενήσω βλάβη σε κάποιο πρόσωπο. || (έκφρ.) κτ. συνωμοτεί εναντίον κάποιου, όταν εξωτερικοί παράγοντες δεν ευνοούν την επιτυχία κάποιου σκοπού, κάποιων σχεδίων του: Kαι ο καιρός ακόμη συνωμοτεί εναντίον μας και μας χαλάει την εκδρομή. 2. (μτφ.) συνεργάζομαι με άλλους μυστικά, για να πετύχω· κάνω συνωμοσία2.
[λόγ. συνωμότ(ης) -ώ κατά τη σημ. του αρχ. συνόμνυμι]
- υπενωμοτάρχης ο [ipenomotárxis] Ο10 : (παλαιότ.) βαθμός υπαξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από το χωροφύλακα και κατώτερος από τον ενωμοτάρχη.
[λόγ. υπ(ο)- ενωμοτάρχης]
- ψωμοτύρι το [psomotíri] Ο44α : ψωμί και τυρί μαζί, ιδίως ως αποκλειστική τροφή: Φάγαμε λίγο ~ για κολατσιό. ΦΡ το ΄χω (για) ~ ή είναι το ~ μου, για πράξη, ενέργεια κτλ. που επαναλαμβάνεται με μεγάλη συχνό τητα και ευκολία: Tο ψέμα το ΄χει ~. H βρισιά είναι το ~ του.
[ψωμο- + τυρ(ί) -ι]



