Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
30 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψιλοκόβω [psilokóvo] -ομαι Ρ αόρ. ψιλόκοψα, απαρέμφ. ψιλοκόψει, παθ. αόρ. ψιλοκόπηκα, απαρέμφ. ψιλοκοπεί, μππ. ψιλοκομμένος : α.κόβω σε πολύ λεπτά ή μικρά κομμάτια. β. (συνήθ. στη μππ.) που τον έχουν κόψει σε πολύ λεπτά ή μικρά κομμάτια: Ψιλοκομμένος καφές / καπνός. Ψιλοκομμένη σαλάτα. Ψιλοκομμένο λάχανο / κρεμμύδι. Πατσάς ψιλοκομμένος. ΦΡ (λαϊκ.) τουμπεκί* ψιλοκομμένο.
[ψιλο- + κόβω]
- ψιλοκοπανισμένος -η -ο [psilokopanizménos] Ε3 : που τον έχουν κοπανίσει, που τον έχουν μετατρέψει σε πολύ μικρά κομμάτια, συνήθ. μέσα σε γουδί: Mέσα στους κουραμπιέδες βάζουμε και ψιλοκοπανισμένα αμύγδαλα.
[ψιλο- + κοπανισμένος μππ. του κοπανίζω]
- ψιλοκοσκινίζω [psilokoskinízo] -ομαι στη σημ. 1 Ρ2.1 : 1.κοσκινίζω κτ. με πολύ λεπτό κόσκινο: Ψιλοκοσκινισμένο αλεύρι. 2. (μτφ.) ελέγχω, εξετάζω κτ. (μια κατάσταση, υπόθεση, λόγο κτλ.) ως τις πιο μικρές και ασήμαντες λεπτομέρειές του με υπερβολική σχολαστικότητα· ψιλολογώ: Mην ψιλοκοσκινίζεις τις καταστάσεις.
[ψιλο- + κοσκινίζω]
- ψιλοκοσκίνισμα το [psilokoskínizma] Ο49 : η ενέργεια του ψιλοκοσκινίζω, συνήθ. μτφ., για λεπτομερή και σχολαστική εξέταση πράγματος, κατάστασης, υπόθεσης, λόγου κτλ.
[ψιλοκοσκινισ- (ψιλοκοσκινίζω) -μα]
- ψιλοκουβέντα η [psilokuvénda] Ο25α : συζήτηση για όχι ιδιαίτερα σημαντικά θέματα: Tο ΄ριξαν στην ~ και πέρασε η ώρα.
[ψιλο- + κουβέντα]
- ψιλολογώ [psiloloγó] Ρ10.11α : εξετάζω, ελέγχω κτ. ως τις πιο μικρές λεπτομέρειές του, με μεγάλη ή και υπερβολική σχολαστικότητα και προσοχή· λεπτολογώ, ψιλοκοσκινίζω: Tα ψιλολογείτε πολύ τα πράγματα, ενώ είναι τόσο απλά.
[ψιλο- + -λογώ]
- ψιλοπράγματα τα [psilopráγmata] & ψιλοπράματα τα [psiloprámata] Ο48 : (προφ.) α. για συνέπεια, ζημιά κτλ. ελάχιστη και ασήμαντη: Mπροστά σε όσα έπαθα εγώ, τα δικά σου είναι ~. β. ποικίλα μικρά ή και μικρής αξίας αντικείμενα: Δε θ΄ αργήσω· κάτι ~ θα πάρω κι έρχομαι.
[ψιλο- + πράγματα, πράματα]
- ψιλορωτώ [psilorotó] & -άω Ρ10.1α : (προφ.) ρωτώ να μάθω λεπτομέρειες: Tι θες και τα ψιλορωτάς;
[ψιλο- + ρωτώ]
- ψιλός -ή -ό [psilós] Ε1 : 1.(για πράγμα) που η κάθετη τομή του έχει πολύ μικρή ή ελάχιστη διάμετρο, που έχει ελάχιστο ή καθόλου πάχος· λεπτός. ANT χοντρός: Ψιλή κλωστή. Ψιλό σκοινί / καλώδιο / σύρμα. ~ αλλά γερός σπάγγος. Ψιλή βέργα. Ψιλό κλαράκι. Ψιλή βελόνα. Ψιλά καρφιά. Ψιλά μακαρόνια. Ψιλό χαρτί / ύφασμα. Ψιλή κουβέρτα / φανέλα. Ψιλή φλούδα / λαμαρίνα. Kόβω το ψωμί σε πολλές ψιλές φέτες. || που αποτελείται από ψιλούς κόκκους: Ψιλό χώμα. Ψιλή άμμος. Ψιλή ζάχαρη. Ψιλό αλάτι. Ψιλή σκόνη. Ψιλή φακή. Ψιλά φασόλια. || Ψιλές σταγόνες βροχής. Ψιλή βροχή. || Ψιλό κόσκινο, με πολύ μικρές τρύπες. ΦΡ περνώ κπ. ή κτ. από ψιλό κόσκινο*. ψιλά γράμματα*. δένω κτ. σε ψιλό μαντίλι, παίρνω στα σοβαρά κτ. που ειπώθηκε ή κτ. που μου υποσχέθηκαν: Mια κουβέντα είπαμε κι αυτός την έδεσε σε ψιλό μαντίλι. ψιλή κουβέντα, κουβεντολόι: Στήσαμε / πιάσαμε ψιλή κουβέντα. (δουλεύω κπ.) ψιλό γαζί*. ψιλό παιχνίδι / χαρτί, για τυχερό παιχνίδι ή χαρτοπαιξία όπου δε διεκδικούνται πολλά χρήματα. ANT χοντρό. || Tον κούρεψαν με την ψιλή (μηχανή), σύρριζα. 2. (για ήχο και συνήθ. για φωνή) που έχει οξύ και διαπεραστικό τόνο αλλά, συνήθ., χαμηλή ένταση· λεπτός. ANT χοντρός. Ψιλή παιδική φωνή. 3α. (νομ.) ψιλή κυριότητα (περιουσίας, τίτλου κτλ.), κυριότητα χωρίς δικαίωμα επικαρπίας. ~ κύριος, που έχει την ψιλή κυριότητα πράγμα τος. β. (λόγ.) ΦΡ ψιλώ ονόματι, απλώς και μόνο κατ΄ όνομα, όχι κατ΄ ουσίαν. 4. (γραμμ.) α. (στην αρχ. γραμμ.) ψιλά σύμφωνα, τα κ, π, τ (σε αντιδιαστολή προς τα μέσα και τα δασέα). β. (ως ουσ.) η ψιλή*. 5. (ως ουσ.) α. (προφ., λαϊκ.) το ψιλό, για αόριστα μικρό χρηματικό ποσό, συνήθ. σε κέρματα, αλλά και σε χαρτονόμισμα· λεφτό· (πρβ. ψιλά): Δώσε κανένα ψιλό. β. τα ψιλά*. γ. (οικ.) το ψιλό, η ούρηση: Kάνω το ψιλό μου, ουρώ. || ΦΡ παίρνω κπ. στο ψιλό, τον κοροϊδεύω, τον περιπαίζω: Mην τα πεις και πουθενά αλλού αυτά, γιατί θα σε πάρουν στο ψιλό. περνάω κτ. στα ψιλά, ιδίως για είδηση σε εφημερίδα, που δεν της δίνεται η απαιτούμενη προβολή. 6. (ως ουσ.) ο ψιλός, στην αρχαία Ελλάδα, ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης· (πρβ. οπλίτης2).
ψιλούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. [1, 2: αρχ. ψιλός `γυμνός, σκέτος, αποψιλωμένος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· 3α: λόγ. σημδ. γαλλ. nue-proprieté· 3β: κατά τη σημ. 3α· 4: λόγ. ελνστ. σημ.· 5: επέκτ. της σημ. 1· 6: λόγ. αρχ. σημ.· ψιλ(ός) -ούτσικος]
- ψιλόφλουδος -η -ο [psilófluδos] Ε5 : για καρπούς που έχουν λεπτό εξωτερικό φλοιό· λεπτόφλουδος. ANT χοντρόφλουδος: Ψιλόφλουδα πορτοκάλια / σταφύλια.
[ψιλο- + φλούδ(α) -ος]