Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %ψηφ%
66 εγγραφές [61 - 66]
ψηφοθηρώ [psifoθiró] Ρ10.9α : προσπαθώ να προσελκύσω ψηφοφόρους με κάθε είδους μέθοδο ή τέχνασμα, αθέμιτο ή και ηθικά επιλήψιμο (με παραπλανητικές εντυπώσεις, με παροχή ανταλλαγμάτων κτλ.): Ψηφοθηρούσαν μοιράζοντας αφειδώς υποσχέσεις. Ψηφοθηρείτε εκμεταλλευό μενοι την ευπιστία του λαού.

[λόγ. ψηφοθηρ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]

ψήφος η [psífos] Ο35 : α.η προσωπική προτίμηση την οποία δηλώνει κάποιος όταν ψηφίζει: Θετική / αρνητική ~. Λευκή ~, που δηλώνει μια ουδέτερη στάση. ~ εμπιστοσύνης / ανοχής*. Kαταδικαστική / αθωωτική / απαλλακτική ~. Σε περίπτωση ισοψηφίας, η ~ του προέδρου λογαριάζε ται διπλή. Δίνω την ψήφο μου σε κπ., τον ψηφίζω. Πόσες ψήφους πήρε;, πόσοι τον ψήφισαν; Οι συμπατριώτες του τον τίμησαν με την ψήφο τους, τον εξέλεξαν για κάποιο δημόσιο αξίωμα. || Δικαίωμα ψήφου, το έννομο δικαίωμα κάποιου να ψηφίζει, να συμμετέχει σε ψηφοφορία· (πρβ. δικαίωμα του εκλέγειν, εκλογικό δικαίωμα): Δικαίωμα ψήφου έχουν μόνο τα τακτικά μέλη του συλλόγου. || (προφ.) το δικαίωμα ψήφου: Πότε δόθηκε για πρώτη φορά ~ στις γυναίκες; || H θεωρία της χαμένης ψήφου, η άποψη ότι πρέπει κανείς να ψηφίζει αυτόν που έχει δυνατότητα εκλογής και όχι αυτόν που πραγματικά προτιμά. β. το μέσο με το οποίο δηλώ νει κάποιος την προτίμησή του, όταν ψηφίζει· (πρβ. ψηφοδέλτιο): Έγκυ ρη / άκυρη ~. Kαταμέτρηση / διαλογή ψήφων. Στην αρχαία Ελλάδα χρησιμοποιούσαν για ψήφους όστρακα, κομμάτια από κεραμίδι κτλ. Εκλέχτη κε βουλευτής με χίλιες ψήφους διαφορά. Πού θα ρίξεις την ψήφο σου;, τι ή ποιον θα ψηφίσεις; || (έκφρ.) προς άγραν* ψήφων.

[λόγ. < αρχ. ψῆφος, ἡ `χαλίκι για μέτρημα, χαλίκι για ψήφιση΄]

ψήφος ο [psífos] Ο18 : (προφ., λαϊκότρ.) η ψήφος.

[μσν.(;) ψήφος, ο < ψήφος, η μεταπλ. σε αρσ. κατά τα άλλα αρσ. σε -ος]

ψηφοφορία η [psifoforía] Ο25 : η διαδικασία με την οποία ένα σύνολο ατόμων ψηφίζει: Mυστική / ανοιχτή ~. ~ διά βοής / δι΄ ανατάσεως της χειρός. Ύστερα από τη συζήτηση ακολούθησε ονομαστική ~. Zήτησαν τη διεξαγωγή μυστικής ψηφοφορίας. H ~ αρχίζει στις 7 π.μ. στις 7 μ.μ.

[λόγ. < αρχ. ψηφοφορία]

ψηφοφόρος ο [psifofóros] Ο18 θηλ. ψηφοφόρος [psifofóros] Ο35 : αυτός που έχει το δικαίωμα συμμετοχής ή που συμμετέχει σε μια ψηφοφορία (σε πολιτικές εκλογές ή δημοψήφισμα)· (πρβ. εκλογέας): Επτά εκατομμύ ρια Έλληνες ψηφοφόροι προσέρχονται αύριο στις κάλπες για την εκλογή νέας κυβέρνησης. H σφυγμομέτρηση έγινε σε δείγμα χιλίων ψηφοφόρων. || αυτός που υποστηρίζει ορισμένο υποψήφιο ή παράταξη· (πρβ. οπαδός): Οι ψηφοφόροι της δεξιάς / της αριστεράς.

[λόγ. < ελνστ. ψηφοφόρος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ψηφώ [psifó] & -άω Ρ10.1α : (συνήθ. σε αρνητ. προτάσεις) παίρνω υπόψη μου κπ. ή κτ., του δίνω σημασία, τον υπολογίζω. ANT αψηφώ: Δεν ψηφά τον κίνδυνο, δεν τον λογαριάζει, δεν τον φοβάται, τον αψηφά, τον περιφρονεί. Kανέναν δεν ψηφά, δεν υπολογίζει, δε σέβεται.

[μσν. ψηφῶ (στη νέα σημ.) < αρχ. ψηφ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. ψηφισ-]

< Προηγούμενο   1... 3 4 5 6 [7]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες