Dictionary of Standard Modern Greek
| 66 items total [31 - 40] | << First < Previous Next > Last >> |
- πλειοψηφών -ούσα -ούν [pliopsifón] Ε12β : (λόγ.) που έχει, που διαθέτει την πλειοψηφία. ANT μειοψηφών: Ο ~ συνδυασμός / σύμβουλος. H πλειοψηφούσα παράταξη / άποψη.
[λόγ. μεε. του πλειοψηφώ]
- πολυψήφιος -α -ο [polipsífios] Ε6 : (για αριθμό) που έχει, που αποτελεί ται από πολλά ψηφία. ANT μονοψήφιος: Πολυψήφιοι αριθμοί. || (προφ.) που αναφέρεται σε μεγάλους αριθμούς, σε μεγάλα ποσά: Οι μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται σε πολυψήφια νούμερα.
[λόγ. πολυ- + -ψήφιος]
- συμψηφίζω [simpsifízo] -ομαι Ρ2.1 : συνυπολογίζω ένα μέγεθος μαζί με ένα άλλο. 1α. αφαιρώ από το ποσό που οφείλει ή που δικαιούται κάποιος, το ποσό που δικαιούται να λάβει ή που οφείλει να δώσει και έτσι εξοφλούνται τα αμοιβαία χρέη: Tο περσινό μου χρέος στην εφορία θα συμψηφιστεί με τη φετινή επιστροφή φόρου. ~ κέρδη και ζημιές. || βγάζω το μέσο όρο δύο ή περισσότερων βαθμών του ίδιου ή διαφορετικών μαθημάτων, ώστε να καλυφθεί η διαφορά του βαθμού που είναι κάτω από τη βάση. β. (νομ.) συγχωνεύω κάποια ποινή σε μια άλλη μεγαλύτερη. 2. (μτφ.) συγχωρώ, παραγράφω κτ. αμοιβαία: Tα σημερινά σκάνδαλα πρέπει να τιμωρηθούν και όχι να συμψηφιστούν με τα σκάνδαλα της προηγούμενης ηγεσίας.
[λόγ. < ελνστ. συμψηφίζω `συνυπολογίζω΄, αρχ. σημ.: `ψηφίζω μαζί΄]
- συμψηφισμός ο [simpsifizmós] Ο17 : η ενέργεια του συμψηφίζω, συνυπολογισμός δύο μεγεθών, έτσι ώστε το ένα να καλύπτει το άλλο. 1. (οικον.) α. ~ οικονομικών δικαιωμάτων και απαιτήσεων, τρόπος απόσβεσης δύο αμοιβαίων χρεών. Θα γίνει ~ των παλαιών χρεών των αγροτών με τις φετινές επιδοτήσεις. || εμπορικός ~, κλίριγκ. γραφεία συμψηφισμού, οργανισμοί που διευκολύνουν τις συναλλαγές μεταξύ τραπεζών. β. (νομ.) ~ ποινής, συγχώνευση μικρότερης ποινής σε μια μεγαλύτερη. γ. ~ (βαθμολογίας): Πέρασε την τάξη με συμψηφισμό του δώδεκα των αρχαίων με το οκτώ των μαθηματικών. 2. (μτφ.): Δε θα δεχτούμε συμψηφισμό των σκανδάλων, αμοιβαία παραγραφή.
[λόγ. < μσν. συμψηφισμός `σύνθεση ψήφων΄ < συμψηφισ- (συμψηφίζω) -μός κατά τη σημ. του συμψηφίζω]
- συμψηφιστικός -ή -ό [simpsifistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον συμψηφισμό ή που γίνεται για συμψηφισμό.
συμψηφιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. συμψηφισ- (συμψηφίζω) -τικός]
- τετραψήφιος -α -ο [tetrapsífios] Ε6 : για αριθμό με τέσσερα ψηφία, που δηλώνει χιλιάδες: Tο 1234 είναι ~ αριθμός.
[λόγ. τετρα- + -ψήφιος]
- τριψήφιος -α -ο [tripsífios] Ε6 : για αριθμό με τρία ψηφία, που δηλώνει εκατοντάδες.
[λόγ. τρι- 1 + -ψήφιος]
- υπερψηφίζω [iperpsifízo] -ομαι Ρ2.1 : ψηφίζω υπέρ μιας πρότασης ή ενός προσώπου, δίνω θετική ψήφο. ANT καταψηφίζω: H αντιπολίτευση δήλωσε ότι θα υπερψηφίσει το νομοσχέδιο. H πρόταση υπερψηφίστηκε, εγκρίθηκε ή έγινε αποδεκτή με πλειοψηφία.
[λόγ. υπερ- + ψηφίζω]
- υπερψήφιση η [iperpsífisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπερψηφίζω. ANT καταψήφιση.
[λόγ. υπερψηφι- (υπερψηφίζω) -σις > -ση]
- υποψήφιος -α -ο [ipopsífios] Ε6 : 1.που επιδιώκει να καταλάβει ένα αξίωμα συμμετέχοντας σε εκλογή με ψηφοφορία: ~ δήμαρχος / βουλευτής. 2. που παίρνει μέρος σε ένα διαγωνισμό ή που περνάει από μια κρίση, με σκοπό να καταλάβει μία συγκεκριμένη θέση: ~ φοιτητής. ~ διευθυντής. 3. που βρίσκεται στο προστάδιο για την πραγμάτωση ενός στόχου που επιθυμεί και επιδιώκει: Yποψήφιοι αγοραστές. Yποψήφιες μητέρες. Είναι ένας ~ συγγραφέας. ~ γαμπρός. || (ως ουσ.) ο υποψήφιος, θηλ. υποψήφια: Tο κόμμα κατεβάζει υποψηφίους σε όλη την επικράτεια. Θα κατέβει ~; Οι θέσεις είναι περισσότερες από τους υποψηφίους. Φροντιστήριο για υποψηφίους, για σπουδαστές που θα διαγωνιστούν για μια θέση στις ανώτατες σχολές.
[λόγ.: 1: ελνστ. ὑποψήφιος· 2: σημδ. γαλλ. candidat· 3: σημδ. αγγλ. aspirant (συν. του candidate)]



