Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
66 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιψηφίζω [epipsifízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) εγκρίνω με την ψήφο μου κτ.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιψηφίζω `αποφασίζω με ψήφο΄, αρχ. σημ.: `εισάγω προς ψήφιση΄]
- επιψήφιση η [epipsífisi] Ο33 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιψηφίζω.
[λόγ. επιψηφι- (επιψηφίζω) -σις > -ση (διαφ. το ελνστ. ἐπιψήφισις `ακριβής μέτρηση΄)]
- επταψήφιος -α -ο [eptapsífios] & εφταψήφιος -α -ο [eftapsífios] Ε6 : (για αριθμό) που έχει εφτά ψηφία: Οι αριθμοί των τηλεφώνων στην Aθήνα είναι επταψήφιοι.
[λόγ. επτα- + -ψήφιος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]
- ισοψηφία η [isopsifía] Ο25 : η συγκέντρωση ίσου αριθμού ψήφων σε μια ψηφοφορία: Σε περίπτωση ισοψηφίας η ψήφος του προέδρου λογαριάζεται διπλή.
[λόγ. < ελνστ. ἰσοψηφία]
- ισοψηφώ [isopsifó] Ρ10.9α : παίρνω ίσο αριθμό ψήφων με άλλον σε μια ψηφοφορία: Iσοψηφούν δύο υποψήφιοι ενός συνδυασμού. Οι προτάσεις των αντιπάλων ισοψήφησαν με 110 ψήφους. Οι εκλογές θα επαναληφθούν μεταξύ των δύο πρώτων συνδυασμών που ισοψήφησαν.
[λόγ. < αρχ. επίθ. ἰσόψηφ(ος) `με ίσες ψήφους΄ -ώ]
- καταψηφίζω [katapsifízo] -ομαι Ρ2.1 : δίνω αρνητική ψήφο σε κπ. ή σε κτ. ή δεν του δίνω την ψήφο μου. ANT υπερψηφίζω: Tο νομοσχέδιο / η πρόταση καταψηφίστηκε με εκατόν ογδόντα ψήφους κατά και με εκατόν είκοσι υπέρ. Ο λαός καταψήφισε πάλι τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
[λόγ. ενεργ. < αρχ. καταψηφίζομαι `καταδικάζω με ψήφο΄ σημδ. γαλλ. voter contre, ενεργ. κατά το γαλλ. voter και κατά το ψηφίζω]
- καταψήφιση η [katapsífisi] Ο33 : η ενέργεια του καταψηφίζω, αρνητική ψήφος ή ψήφος υπέρ του αντιπάλου. ANT υπερψήφιση: Θεωρείται βέβαιη η ~ της πρότασής του στο διοικητικό συμβούλιο. Εντύπωση προκάλεσε η ~ πολλών στελεχών του κόμματος στις τελευταίες εκλογές.
[λόγ. < ελνστ. καταψήφισις (-σις > -ση) `καταδικαστική ψήφος΄ κατά τη σημ. του καταψηφίζω]
- μειονοψηφία η [mionopsifía] Ο25 : (λόγ.) η μειοψηφία.
[λόγ. μειονο- + ψήφ(ος) -ία κατά το αντ. πλειονοψηφία μτφρδ. γαλλ. minorité]
- μειονοψηφώ [mionopsifó] Ρ10.9α : (λόγ.) μειοψηφώ.
[λόγ. μειονοψηφ(ία) -ώ (αναδρ. σχημ.)]
- μειοψηφία η [miopsifía] Ο25 : ANT πλειοψηφία. 1. ο μικρότερος αριθμός, το μικρότερο ποσοστό των ψήφων ή αυτών που ψηφίζουν (σε μια διαδικασία εκλογής, απόφασης, μέτρησης κ.ά.): H ~ της βουλής / ενός συμβουλίου. Είναι κάποιος ~, μειοψηφεί. 2α. πολιτικό κόμμα ή σύνολο κομμάτων που έχουν λιγότερους βουλευτές από κάποιο άλλο: Σε μία κοινοβουλευτική δημοκρατία η πλειοψηφία κυβερνά, ενώ η ~ ελέγχει την κυβέρνηση. Kυβέρνηση μειοψηφίας. β. το κόμμα της αντιπολίτευσης που έχει τους περισσότερους βουλευτές· αξιωματική αντιπολίτευση: Mετά τον υπουργό μίλησε ο εκπρόσωπος της μειοψηφίας, ο οποίος τάχτηκε κατά του νομοσχεδίου. 3. μικρό τμήμα ή ποσότητα ενός συνόλου: Mια μικρή αλλά καλά οργανωμένη ~ προσπαθεί να επιβάλει τη θέλησή της στο λαό. || Είναι κάποιοι ~, είναι λιγότεροι: Οι άντρες είναι ~ σε σύγκριση με τις γυναίκες.
[λόγ. μειο- + ψήφ(ος) -ία κατά το αντ. πλειοψηφία μτφρδ. γαλλ. minorité]