Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 43 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψευδοπάτωμα το [psevδopátoma] & ψευτοπάτωμα το [pseftopátoma] Ο49 : ξύλινο πάτωμα από σανίδες επάνω σε καδρόνια, στο οποίο εν συνεχεία καρφώνεται το κυρίως πάτωμα· μεταξύ των σανίδων που αποτελούν το ψευδοπάτωμα αφήνεται κενό λίγων εκατοστών.
[λόγ. ψευδο- + πάτωμα μτφρδ. γαλλ. faux plancher· προσαρμ. στη δημοτ. κατά την αντιστοιχία ψευδο- = ψευτο-]
- ψευδοπόδιο το [psevδopóδio] Ο42 (συνήθ. πληθ.) : (βιολ.) προέκταση του κυτταροπλάσματος των πρωτοζώων (αλλά και άλλων κυττάρων) που χρησιμεύει για τη μετακίνησή τους και για τη σύλληψη της τροφής.
[λόγ. < νλατ. pseudopod(ium) < pseudo- = ψευδο- + αρχ. ποδ- (πούς δες πόδι) -ιον]
- ψευδοπρόβλημα το [psevδopróvlima] Ο49 : πλαστό ή ψευδές πρόβλημα: Ψευδοπροβλήματα αυτού του είδους τίθενται όχι από άγνοια, αλλά για να αποπροσανατολίσουν.
[λόγ. ψευδο- + πρόβλημα]
- ψευδοπροφήτης ο [psevδoprofítis] Ο10 : αυτός που κάνει αβάσιμες προβλέψεις για το μέλλον: Ψευδοπροφήτες προφητεύουν κατά καιρούς ότι θα γίνει η συντέλεια του κόσμου. Ψευδοπροφήτες που προδικάζουν την αποτυχία του εγχειρήματος.
[λόγ. < ελνστ. ψευδοπροφήτης]
- ψευδορκία η [psevδorkía] Ο25 : ψευδής ένορκη διαβεβαίωση κάποιου ότι λέει την αλήθεια ενώ ψεύδεται: Δικάζεται για ~ και ψευδομαρτυρία.
[λόγ. < ελνστ. ψευδορκία]
- ψευδοροφή η [psevδorofí] Ο29 : πρόσθετη οροφή σε εσωτερικό χώρο που κατασκευάζεται για διακοσμητικούς, αισθητικούς λόγους και καλύπτει την πραγματική οροφή.
[λόγ. ψευδ(ο)- + οροφή μτφρδ. γαλλ. faux plafond]
- ψεύδος το [psévδos] Ο46 : (λόγ.) ψευδής λόγος (πληροφορία, ισχυρισμός κτλ.)· ψέμα. ANT αλήθεια: Aσύστολα / κατάφωρα / τερατώδη ψεύδη. Aντέκρουσε τα ψεύδη των αντιπάλων του. Είναι ~ ότι
Tα κατά συνθήκη(ν) ψεύδη (της κοινωνίας), αυτά που, όταν λέγονται, κατά κπ. τρόπο δικαιολογούνται και δε θεωρούνται βλαπτικά. || (λογ.) ~ πρώτο, το βασι κό σφάλμα συλλογισμού, από το οποίο πηγάζουν εσφαλμένα συμπεράσματα.
[λόγ. < αρχ. ψεῦδος]
- ψευδός -ή -ό [psevδós] & τσευδός -ή -ό [tsevδós] Ε1 : (για πρόσ.) που ψευδίζει, που δυσκολεύεται στην άρθρωση ορισμένων συμφώνων· (πρβ. τραυλός): Είναι λίγο ~. || Ψευδά παιδιάστικα λογάκια.
ψευδά & τσευδά ΕΠIΡΡ με δυσκολία στην άρθρωση συμφώνων: Mιλά κάπως ~. [μσν. ψευδός < αρχ. ψευδ(ής) μεταπλ. -ός· μσν. τσευδός < ψευδός με τροπή [ps > ts] ]
- ψευδότιτλος ο [psevδótitlos] Ο20α : ο περιληπτικός ή ελλιπής τίτλος βιβλίου (π.χ. χωρίς όνομα συγγραφέα, εκδότη κτλ.), όπως συνήθ. αναγράφεται στην πρώτη μετά το εξώφυλλο σελίδα, καθώς και η ίδια η σελίδα: Στον ψευδότιτλο υπήρχε μια χειρόγραφη αφιέρωση.
[λόγ. ψευδο- + τίτλος]
- ψευδότοιχος ο [psevδótixos] Ο20 : κατασκευή όμοια με τοίχο αλλά από διαφορετικά υλικά: Ξύλινος ~.
[λόγ. ψευδο- + τοίχος]



