Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 37 εγγραφές [31 - 37] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χρησμοδοτώ [xrizmoδotó] Ρ10.9α : δίνω χρησμό: Xρησμοδότησε η Πυθία.
[λόγ. < ελνστ. χρησμοδοτῶ]
- χρησμός ο [xrizmós] Ο17 : η απάντηση που έδινε ένα μαντείο: Οι διφορούμενοι χρησμοί της Πυθίας.
[λόγ. < αρχ. χρησμός]
- χρήστης ο [xrístis] Ο10 θηλ. χρήστρια [xrístria] Ο27 : αυτός που χρησιμοποιεί κτ.: Ο ~ ενός μηχανήματος / ενός λεξικού. Οι χρήστες μιας γλώσσας, όσοι τη μιλούν. ~ ναρκωτικών. || (νομ.) αυτός που έχει το δικαίωμα της χρήσης ενός πράγματος.
[λόγ. < αρχ. χρησ- (χρῶμαι) `χρησιμοποιώ΄ -της μτφρδ. γαλλ. usager (διαφ. το αρχ. χρήστης `πιστωτής΄ και το ελνστ. χρήστης `που δίνει χρησμούς΄· λόγ. χρήσ(της) -τρια)]
- χρηστικός -ή -ό [xristikós] Ε1 : α.που προορίζεται για χρήση: Στο αρχαιολογικό μουσείο βλέπουμε χρηστικά και αναθηματικά αντικείμενα. β. που χάρη στον τρόπο της οργάνωσης, της συγκρότησης ή της κατασκευής του είναι κατάλληλος για ευρεία χρήση· (πρβ. εύχρηστος): Εκδόθηκε μια πολύ χρηστική επιτομή της γραμματικής / ένα χρηστικό λεξικό. H Οδύσσεια κυκλοφόρησε σε δύο εκδόσεις, μία χρηστική και μία πολυτελή.
[λόγ. < αρχ. χρηστικός `ικανός να χρησιμοποιήσει΄]
- χρηστομάθεια η [xristomáθia] Ο27 : βιβλίο που περιείχε διηγήματα ή αποσπάσματα από έργα μεγάλων συγγραφέων, με μορφωτικό χαρακτήρα, και που το χρησιμοποιούσαν στην εκπαίδευση.
[λόγ. < ελνστ. χρηστομάθεια]
- χρηστός -ή -ό [xristós] Ε1 : (λόγ.) ANT φαύλος. 1. (για πρόσ.) που έχει καλό ήθος: Tο σχολείο διαμορφώνει χρηστούς πολίτες. 2. (για αφηρ. ουσ.) που ταιριάζει σ΄ αυτόν που έχει καλό ήθος, που είναι ηθικός, έντιμος: H χρηστή διοίκηση του κράτους. Έντυπα / θεάματα που φθείρουν τα χρηστά ήθη.
[λόγ. < αρχ. χρηστός]
- χρηστότητα η [xristótita] Ο28 : (σπάν.) η ιδιότητα του χρηστού.
[λόγ. < αρχ. χρηστότης, αιτ. -ητα]



