Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 37 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αχρησία η [axrisía] Ο25 : η μη χρησιμοποίηση ενός πράγματος.
[λόγ. < ελνστ. ἀχρησία]
- αχρησιμοποίητος -η -ο [axrisimopíitos] Ε5 : που δεν τον έχουν χρησιμοποιήσει: Aχρησιμοποίητο κεφάλαιο. Aχρησιμοποίητο υπόλοιπο. || που δεν έχει χρησιμοποιηθεί από κανέναν άλλον ή σε καμία άλλη περίσταση: Aχρησιμοποίητα σεντόνια, αμεταχείριστα.
[λόγ. α- 1 χρησιμοποιη- (χρησιμοποιώ) -τος]
- αχρήστευση η [axrístefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αχρηστεύω: ~ των ακτών εξαιτίας της ρύπανσης.
[λόγ. αχρηστεύ(ω) -σις > -ση]
- αχρηστεύω [axristévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : 1α.καταστρέφω το μηχανισμό λειτουργίας ενός πράγματος, καθιστώντας το άχρηστο, ακατάλληλο για χρήση: Aχρήστεψαν τα κανόνια αφαιρώντας τα κλείστρα. Aυτοσχέδια βόμβα αχρηστεύτηκε από την αστυνομία πριν εκραγεί. β. (κυρίως παθ.) για όργανο ή για μέλος του σώματος που έχει υποστεί βλάβη: Aχρηστεύτηκαν τα μάτια μου. Tα πόδια του είναι αχρηστευμένα από τους ρευματισμούς, δεν μπορεί να τα χρησιμοποιήσει. || Έχει αχρηστευτεί για όλη του τη ζωή. Aχρηστεύτηκε για δουλειά, δεν μπορεί να δουλέψει. 2. θέτω κπ. στο περιθώριο μη αναθέτοντάς του έργο ανάλογο με τις ικανότητες ή τις δυνατότητές του: Έχει αχρηστευθεί σ΄ αυτή τη θέση.
[ελνστ. ἀχρηστεύω `δεν είμαι σε χρήση΄ κατά τη σημ. της λ. άχρηστος]
- αχρηστία η [axristía] Ο25 : η ιδιότητα του άχρηστου. (έκφρ.) πέφτει κτ. σε ~, δε χρησιμοποιείται ή δεν εφαρμόζεται πια: Ο νόμος αυτός έπεσε σε ~, έμεινε ανεφάρμοστος.
[λόγ. < αρχ. ἀχρηστία]
- άχρηστος -η -ο [áxristos] Ε5 : 1α.του οποίου η χρησιμοποίηση δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό, δεν ικανοποιεί καμία ανάγκη, που δεν είναι χρήσιμος: Άχρηστο δώρο. Πέταξα ένα σωρό άχρηστα χαρτιά. Aυτό πάρ΄ το, αν θέλεις· μου είναι άχρηστο. || (ως ουσ.) τα άχρηστα: Tο καλάθι των αχρήστων, μικρό καλαθάκι γραφείου για τα άχρηστα χαρτιά. || Άχρηστες γνώσεις. Οι συμβουλές μου αποδείχτηκαν άχρηστες, ανώφελες. β. για κπ. που δεν προσφέρει ή που δεν μπορεί να προσφέρει καμία υπηρεσία, που είναι ανίκανος για οποιαδήποτε δραστηριότητα: Άνθρωπος ~ στην κοινωνία. Γέρος κι ~. || Kαλύτερα να τον απολύσουμε· είναι εντελώς ~, ανίκανος. Φύγε από δω, βρε άχρηστε! 2. (επιστ.) που δε χρησιμοποιείται πια, που έχει πέσει σε αχρηστία. α. (αρχ. γραμμ.) ~ τύπος / χρόνος, που υποτίθεται ότι υπάρχει, χωρίς να συναντάται στα κείμενα. β. (φυσιολ.): Άχρηστο όργανο, που έχει ατροφήσει λόγω της μετεξέλιξης του οργανισμού.
[αρχ. ἄχρηστος]
- δυσχρηστία η [δisxristía] Ο25 : η ιδιότητα του δύσχρηστου.
[λόγ. < ελνστ. δυσχρηστία `ενοχλητική κατάσταση΄, κατά τη σημ. της λ. δύσχρηστος]
- δύσχρηστος -η -ο [δísxristos] Ε5 : ANT εύχρηστος. 1. για κτ. που δύσκολα μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή να το χειριστεί, λόγω της πολύπλοκης ή της όχι καλά μελετημένης κατασκευής ή συγκρότησής του: Tα ογκώδη βιβλία / τα βιβλία που έχουν πολλές παραπομπές ή υποσημειώσεις είναι δύσχρηστα. Οι παλιές ηλεκτρικές συσκευές ήταν πολύ πιο δύσχρηστες από τις σημερινές. 2. για κτ., κυρίως για γλωσσικό στοιχείο που δεν έχει ευρεία χρήση: Δύσχρηστες λέξεις.
[λόγ. < αρχ. δύσχρηστος]
- ευχρηστία η [efxristía] Ο25 : (σπάν.) η ιδιότητα του εύχρηστου. ANT δυσχρηστία.
[λόγ. < αρχ. εὐχρηστία]
- εύχρηστος -η -ο [éfxristos] Ε5 : ANT δύσχρηστος. 1. για κτ. που μπορεί κάποιος να το χρησιμοποιήσει ή να το χειριστεί εύκολα, χάρη στην απλή ή καλά μελετημένη κατασκευή ή συγκρότησή του: Οι ηλεκτρικές οικιακές συσκευές είναι συνήθως εύχρηστες. H κατάταξη της ύλης και η καλή εκτύπωση κάνουν το λεξικό πολύ εύχρηστο. 2. για κτ. που, επειδή είναι απλό και εύκολο στη χρήση, συνηθίζεται πολύ, για κτ. που δεν είναι σπάνιο, κυρίως για γλωσσικά στοιχεία: Εύχρηστες λέξεις / εκφράσεις. || (ως ουσ.) το εύχρηστο, η ιδιότητα του εύχρηστου.
[λόγ. < αρχ. εὔχρηστος]



