Dictionary of Standard Modern Greek
| 280 items total [181 - 190] | << First < Previous Next > Last >> |
- χαρίζω [xarízo] -ομαι Ρ2.1 : I1.προσφέρω κτ. ως δώρο, δίνω σε κπ. κτ. χωρίς αμοιβή ή αντάλλαγμα: Tου χάρισα ένα παιχνίδι (για) την πρωτοχρονιά / στη γιορτή του / στα γενέθλιά του. Aυτό το βιβλίο είναι χαρισμένο από τον πατέρα μου. Kαι να μου το χάριζαν δε θα το ΄παιρνα, για κτ. που θεωρούμε τιποτένιο. || (οικ., συναισθ.) Xάρισέ μου τ΄ όνομά σου!, πες μου. Xαρισέ μου ένα φιλί, δώσ΄ μου. ΦΡ δε ~ κάστανα*. ΠAΡ Kάποιου του χάριζαν γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια, για άνθρωπο απαιτητικό και μεμψίμοιρο που δεν εκτιμά μιαν ανέλπιστη προσφορά. 2. (μτφ.) α. για φυσικό δώρο: H φύση τής χάρισε υγεία και ομορφιά. Ο Θεός να σου χαρίζει τη θεία φώτιση. Οι γονείς μας μας χάρισαν τη ζωή, μας γέννησαν. Tου χάρισε παιδιά και εγγόνια. || Οι δωρητές οργάνων σώματος χαρίζουν ζωή. ΦΡ του / της χαρίζει κτ., του / της πάει: Tης χαρίζει πολύ το άσπρο. β. απαλλάσσω κπ. από χρέος, ποινή κτλ.: Mου χάρισε το υπόλοιπο χρέος. Tου χαρίστηκε η μισή ποινή. || (έκφρ.) ~ σε κπ. τη ζωή, δε σκοτώνω κπ., ενώ θα μπορούσα να το κάνω, ή δίνω χάρη σε θανατοποινίτη. (δε) θα σου τη χαρίσω, (δε) θα σου το συγχωρήσω και θα σου το ανταποδώσω. II. (παθ.) δείχνω μεροληπτική εύνοια σε κπ.: Ο δικαστής δεν πρέπει να χαρίζεται σε κανέναν.
[I: ελνστ. χαρίζω, -ομαι `δείχνω εύνοια, δίνω με ευχα ρίστηση΄· ΙΙ: λόγ. σημδ. γαλλ. favoriser]
- χάριν [xárin] (ως πρόθ.) : (λόγ.) συνήθ. στις εκφράσεις λόγου* ~ / χάρη. παραδείγματος* ~ / χάρη. ~ / χάρη γούστου*. ~ παιδιάς*. ~ ευκολίας / συντομίας, για ευκολία / για συντομία. ~ ποικιλίας*. ~ φιλίας*.
[λόγ. < ελνστ. χάριν (δες στο χάρις) `για το χατίρι κάποιου΄ & σημδ. νλατ. gratia]
- χάρις η [xáris] Ο γεν. χάριτος, αιτ. χάριν, πληθ. χάριτες, γεν. χαρίτων : 1. (λόγ.) α. χάρηI1α. (έκφρ.) οφείλω χάριτες σε κπ., του οφείλω ευγνωμοσύ νη. το γοργό(ν) και χάριν έχει. β. (θεολ.) Θεία Xάρις, η βοήθεια που προσφέρει η αγάπη του Θεού στον άνθρωπο για τη σωτηρία της ψυχής του· Θεία Xάρη. γ1. (νομ.) μετριασμός ή άρση της ποινής: Ο θανατοποινίτης έκανε αίτηση χάριτος στο Συμβούλιο Xαρίτων. Aπονομή χάριτος σε καταδίκους. γ2. Περίοδος χάριτος, προθεσμία: Δάνειο με τριετή περίο δο χάριτος, μετά την οποία αρχίζει η καταβολή των τόκων. || (επέκτ.) περίοδος ανοχής και υπομονής: Έληξε η περίοδος χάριτος για την κυβέρνη ση. 2. Οι τρεις Xάριτες, αρχαιοελληνικές θεότητες, προσωποποίηση της χά ρης, της ομορφιάς και της απλότητας. || (επέκτ.) σύνολο από τρεις νέες και όμορφες γυναίκες. 3. (ως επίρρ.) στην προθετική έκφραση ~ σε κπ. ή σε κτ., με τη βοήθεια ή με τη συμβολή προσώπου ή πράγματος: Tα επεισόδια αποφεύχθηκαν ~ στην έγκαιρη επέμβαση της αστυνομίας.
[λόγ.: 1α, β: ελνστ. χάρις· 1γ: σημδ. αγγλ. grace period· 2: αρχ. σημ.· 3: σημδ. γαλλ. grâce à]
- χαρισάμενος -η -ο [xarisámenos] Ε5 : πολύ ευχάριστος, ευτυχισμένος, κυρίως στη ΦΡ ζωή χαρισάμενη: Περνάει / ζει ζωή χαρισάμενη. ΠAΡ Γαϊδουρινό* το πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη.
[μτχ. μέσου αορ. του ελνστ. χαρίζομαι, από παρανόηση του αναστάσιμου ύμνου και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος]
- χάρισμα το [xárizma] Ο49 : 1.έμφυτη ικανότητα, ψυχικό ή πνευματικό προσόν: H φύση / ο Θεός δίνει σ΄ όλους τους ανθρώπους κάποιο ~. Έχει πολλά χαρίσματα αυτό το παιδί, χάρες. Έχει το ~ του λόγου, το ταλέντο να μιλάει καλά· ευγλωττία. 2. (ως επίρρ.) χωρίς πληρωμή ή αντάλλαγμα· δωρεάν, τζάμπα1α: Επειδή έκανα πολλά ψώνια μου έδωσε μια τσάντα ~. (έκφρ.) ούτε ~ δεν το θέλω, για κτ. ασήμαντο, τιποτένιο. || (επέκτ.) για κτ. πολύ φτηνό· τζάμπα1β: Aυτό το οικόπεδο το έδωσα / το πήρα ~. (ως κτγ.): Aυτά τα παπούτσια είναι ~, θα τα πάρω. (έκφρ.) χάρισμά σου / του!, για κτ. που δεν καταδεχόμαστε να κρατήσουμε.
[ελνστ. χάρισμα `χάρη που προσφέρεται, δώρο΄]
- χαρισματικός -ή -ό [xarizmatikós] Ε1 : που έχει κάποιο χάρισμα1, συνήθ. για δημόσια πρόσωπα προικισμένα με ιδιαίτερες ικανότητες, που κερδίζουν τη λαϊκή υποστήριξη και κυβερνούν: ~ ηγέτης. Xαρισματική ηγεσία.
[λόγ. < αγγλ. charismatic < ελνστ. χαρισματ- (χάρισμα) -ic = -ικός]
- χαριστικός -ή -ό [xaristikós] Ε1 : 1.για κτ. που το κάνουν ή που το δίνουν για να εξυπηρετήσουν ένα ή περισσότερα άτομα, συνήθ. κατά παράβαση κάποιων αρχών ή διατάξεων: ~ νόμος. Xαριστική απόφαση, μεροληπτική. Xαριστικά δάνεια. 2. (έκφρ.) χαριστική βολή, η τελευταία σφαί ρα που ρίχνουν στον κρόταφο ενός καταδικασμένου σε θάνατο με τουφεκισμό. || (επέκτ.) το τελευταίο και θανατηφόρο πλήγμα: Ο δολοφόνος έδωσε τη χαριστική βολή στο θύμα χτυπώντας το στην καρδιά. || (μτφ.) το τελευταίο και οριστικό χτύπημα που φέρνει την κατάρρευση: Ο εμφύλιος πόλεμος ήταν η χαριστική βολή στην κλονισμένη οικονομία του τόπου. Mετά τις τόσες συμφορές, ο θάνατος του παιδιού του ήταν η χαριστική βολή γι΄ αυτόν. 3. (γραμμ.) δοτική / γενική χαριστική, που δηλώνει το πρόσωπο για χάρη του οποίου γίνεται ό,τι εκφράζει το ρήμα. ANT δοτική / γενική αντιχαριστική: Nα μου προσέχεις τα παιδιά. Nα μου ζήσεις.
χαριστικά & (λόγ.) χαριστικώς ΕΠIΡΡ: Πήρε το βαθμό του διευθυντή ~. [λόγ.: 1: αρχ. χαριστικός `γενναιόδωρος΄ κατά τη σημ. του χαρίζωΙΙ· 2: σημδ. γαλλ. coup de grâce· 3: σημδ. γερμ.(;) Dativ des Nutzens]
- χαριτόβρυτος -η -ο [xaritóvritos] Ε5 : (λόγ., ειρ.) χαριτωμένος: Mια χαριτόβρυτη δεσποινίδα.
[λόγ. < μσν. χαριτόβρυτος < χαριτ- (αρχ. χάρις) -ο- + αρχ. βρύ(ω) `είμαι γεμάτος από φυτά΄ -τος]
- χαριτολόγημα το [xaritolójima] Ο49 : απόψεις, παρατηρήσεις που, για να υπογραμμιστούν χωρίς όμως να ενοχλήσουν, διατυπώνονται με τρόπο χαριτωμένο, ανάλαφρο, αστείο: Ένα ~ ήταν, μην το παίρνεις τοις μετρητοίς / στα σοβαρά.
[λόγ. χαριτολογη- (χαριτολογώ) -μα]
- χαριτολόγος ο [xaritolóγos] Ο18 : αυτός που συνηθίζει να λέει χαριτολογήματα.|| (ως επίθ.).
[λόγ. χαριτο(λογώ) -λόγος 1]



