Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %χαρ%
280 εγγραφές [111 - 120]
σακχαρίνη η [sakxaríni] Ο30α : (λόγ.) ζαχαρίνη.

[λόγ. < διεθ. sacchar- < λατ. saccha r(on) < ελνστ. σάκχαρ(ον) -ine = -ινη, π.χ. γαλλ. saccharine, γερμ. Saccha rin]

σάκχαρο το [sákxaro] Ο40 : ΣYN ζάχαρο. 1. (χημ.) για οργανικές ενώσεις που περιέχουν άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο· υδατάνθρακες, γλυκίδια. 2. (ιατρ.) α. η περιεκτικότητα του αίματος σε σάκχαρο: Yψηλό / χαμηλό / φυσιολογικό ~. β. η νόσος σακχαρώδης διαβήτης, η οποία οφείλεται σε υψηλότερη από το φυσιολογικό περιεκτικότητα του αίματος σε σάκχαρο· ζαχαροδιαβήτης: Ο ασθενής πάσχει από ~.

[λόγ. < ελνστ. σάκχαρον `ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο΄ (ανατολ. προέλ.) & διεθ. saccharon < ελνστ. σάκχαρον]

σακχαρο- [sakxaro] & σακχαρό- [sakxaró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & σακχαρ- [sakxar], συχνά όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό: 1. (λόγ.) αναφέρεται, περιέχει, ή έχει σχέση με τη ζάχαρη· (πρβ. ζαχαρο-): ~δοχείο, σακχαρούχος, ~ποιία. 2. (επιστ.) αναφέρεται στην ύπαρξη σακχάρου ή έχει σχέση με τα σάκχαρα: ~γόνος, ~μύκητας, σακχαρόπηκτος, σακχαρουρία. || σε εναλλαγή με το α' συνθετικό ζαχα ρο-: ~διαβήτης.

[λόγ. < διεθ. sacchar(o)- (δες στο σάκχαρο) ως α' συνθ.: σακχαρο-μύκητας < διεθ. saccharo- + myces & μτφρδ. σακχαρο-διαβήτης < γαλλ. diabète sucré]

σακχαροδιαβήτης ο [sakxaroδiavítis] Ο10 : (ιατρ.) ο σακχαρώδης διαβή της, το ζάχαρο.

[λόγ. σακχαρο-2 + διαβήτης μτφρδ. γαλλ. diabète sucré]

σακχαρομύκητας ο [sakxaromíkitas] Ο5 : (χημ.) μύκητας που αναπτύσσεται σε ζαχαρούχα υγρά και προκαλεί ζύμωση· ζυμομύκητας.

[λόγ. < διεθ. saccharo- = σακχαρο-2 + myces < αρχ. μύκης > μύκητας]

σακχαρούχος -α -ο [sakxarúxos] Ε4 : (χημ.) που περιέχει σάκχαρο.

[λόγ. σακχαρ(ο)-2 + -ούχος]

σακχαρώδης -ης -ες [sakxaróδis] Ε11 : (χημ.) α. που περιέχει σάκχαρο: Σακχαρώδεις ενώσεις. β. (ιατρ.) ~ διαβήτης, σάκχαρο.

[λόγ. σάκχα ρ(ον) -ώδης]

σκάρα 1 η [skára] & σχάρα η [sxára] Ο25 : κινητή μεταλλική κατασκευή από παράλληλα ελάσματα, τα οποία συνδέονται στα άκρα και η οποία έχει διάφορες χρήσεις. α. μαγειρικό σκεύος για ψήσιμο κρεάτων, ψαρικών κτλ., συνήθ. σε ανοιχτή φωτιά: Mπριζόλες / μπιφτέκια στη ~. || ~ του φούρνου, αντίστοιχη κατασκευή μέσα στον ηλεκτρικό φούρνο. β. ~ του υπονόμου, που καλύπτει το άνοιγμα του υπονόμου επιτρέποντας συγχρόνως τη διοχέτευση των νερών της βροχής. γ. ~ του αυτοκινήτου / του ποδηλάτου, που τοποθετείται στη σκεπή του αυτοκινήτου ή στο πίσω μέρος του ποδηλάτου για τη μεταφορά αποσκευών. δ. τμήμα της εστίας διάφορων μηχανών σε θερμάστρες, ατμολέβητες κτλ.

[μσν. σκάρα < σχάρα με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] < αρχ. ἐσχάρα `τζάκι΄ (ελνστ. σημ.: `κιγκλίδωμα΄) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]

σμυριδόχαρτο το [zmiriδóxarto] Ο41 : χαρτί επιχρισμένο με σμυριδόσκονη για τη λείανση της επιφάνειας του ξύλου.

[λόγ. σμυριδ- (δες σμύριδα) -ο- + χαρτ(ί) -ον]

σταφιδοσάκχαρο το [stafiδοsákxaro] & σταφιδοζάχαρο το [stafiδοzá xaro] Ο41 : το ζάχαρο που περιέχεται στη σταφίδα.

[λόγ. σταφιδ- (δες σταφίδα) -ο- + σάκχαρον απόδ. γερμ. Korinthenzucker (Korinthen `από την Κόρινθο΄)· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το σάκχαρον > ζάχαρο]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...28   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες