Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 280 εγγραφές [271 - 280] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαρχαλεύω [xarxalévo] Ρ5.2α : (οικ.) 1. ψαχουλεύω. 2. γαργαλάω.
[ηχομιμ.]
- χαρχάλω η [xarxálo] Ο37α : υβριστικά για γυναίκα ανήθικη.
[ίσως χαρχαλ(εύω) -ω (αναδρ. σχημ.)]
- χαρωπός -ή -ό [xaropós] Ε1 : χαρούμενος, γελαστός, κυρίως για να τονίσουμε τη χαριτωμένη και νεανική έκφραση: Xαρωπή όψη. Xαρωπό βλέμμα. Tα χαρωπά πρόσωπα των παιδιών.
χαρωπά ΕΠIΡΡ: Tραγουδούσε ~. [λόγ. < ελνστ. χαρωπός (αρχ. χαροπός) `άγριος, με λαμπερά μάτια΄, παρανόηση της σημ. κατά τη λ. χαρά]
- χασαπόχαρτο το [xasapóxarto] Ο41 : είδος χοντρού χαρτιού με το οποίο τυλίγουν το κρέας στα κρεοπωλεία.
[χασάπ(ης) -ο- + χαρτ(ί) -ο]
- χρυσόχαρτο το [xrisóxarto] Ο41 : χαρτί που μοιάζει με πολύ λεπτό φύλλο χρυσού και που το χρησιμοποιούν κυρίως στη διακόσμηση. || (επέκτ.) το ασημί ή χρυσαφί χαρτί που είναι μέσα στο κουτί των τσιγάρων, των σοκολατών κτλ.
[λόγ. χρυσο- + χαρτ(ίον) -ον]
- ψυχάρα η [psixára] Ο25α : α.ως χαρακτηρισμός πολύ καλού και φιλότιμου ανθρώπου. β. ως χαρακτηρισμός ανθρώπου με ψυχικό σθένος και έντονη αγωνιστικότητα.
[ψυχ(ή) -άρα]
- ψυχαρικός -ή -ό [psixarikós] Ε1 : που είναι σύμφωνος με τις γλωσσικές απόψεις του Ψυχάρη: Ψυχαρική γλώσσα / δημοτική· (πρβ. μαλλιαρός).
[λόγ. Ψυχάρ(ης) (όν. δημοτικιστή λογοτέχνη) -ικός]
- ψυχαρισμός ο [psixarizmós] Ο17 : ο δημοτικισμός του Ψυχάρη· (πρβ. ακραίος δημοτικισμός, μαλλιαρισμός): Ο ~ έδωσε στο κίνημα του δημοτικισμού μια επιθετική ορμή. || λέξη, διατύπωση κτλ. που είναι σύμφωνη με τις γλωσσικές υποδείξεις του Ψυχάρη: H γλώσσα του δεν είναι εντελώς απαλλαγμένη από κάποιους ψυχαρισμούς.
[λόγ. Ψυχάρ(ης) -ισμός]
- ψυχαριστής ο [psixaristís] Ο7 : οπαδός των γλωσσικών απόψεων του Ψυχάρη· (πρβ. ακραίος δημοτικιστής, μαλλιαρός).
[λόγ. Ψυχάρ(ης) -ιστής]
- ψυχοχάρτι το [psixoxárti] Ο44α : (λαϊκότρ.) σημείωμα στο οποίο αναγράφονται ονόματα νεκρών για να τους μνημονεύσει ο παπάς σε μια ιερή ακολουθία.
[ψυχο- 1 + χαρτ(ί) -ι]



