Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %χαρ%
280 εγγραφές [231 - 240]
χαρτογιακάς ο [xartojakás] Ο1 : (ειρ.) γραφειοκράτης.

[χαρτο- 1 + γιακάς]

χαρτογράφηση η [xartoγráfisi] Ο33 : η ενέργεια του χαρτογραφώ: H ~ της γης / της Ευρώπης / της Aμερικής. || H ~ της σελήνης.

[λόγ. χαρτογραφη- (χαρτογραφώ) -σις > -ση]

χαρτογραφία η [xartoγrafía] Ο25 : το σύνολο των μεθόδων και των διαδικασιών με τις οποίες γίνεται η σύνταξη και η σχεδίαση χαρτών με βάση τα δεδομένα της γεωγραφίας και των άλλων συναφών επιστημών: H ~ αναπτύχθηκε πολύ την εποχή των ανακαλύψεων.

[λόγ. < γαλλ. carto graphie < cartograph(e) = χαρτογράφ(ος) -ie = -ία]

χαρτογραφικός -ή -ό [xartoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη χαρτογραφία: H χαρτογραφική υπηρεσία του στρατού.

[λόγ. < γαλλ. carto graphique < cartograph(ie) = χαρτογραφ(ία) -ique = -ικός]

χαρτογράφος ο [xartoγráfos] Ο18 : αυτός που ασχολείται με τη χαρτογραφία.

[λόγ. < γαλλ. cartographe < carto- = χαρτο- 2 + -graphe = -γράφος (διαφ. το συγγ. ελνστ. χαρτογράφος `αρχειοφύλακας΄)]

χαρτογραφώ [xartoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : συντάσσω και σχεδιάζω γεωγραφικούς χάρτες: Οι μεγάλοι εξερευνητές χαρτογραφούσαν τις χώρες που ανακάλυπταν.

[λόγ. χαρτογράφ(ος) -ώ απόδ. αγγλ. chart (χάρτης)]

χαρτόδεμα το [xartóδema] Ο49 : δέμα τυλιγμένο με χαρτί.

[λόγ. χαρτο- 1 + δέμα]

χαρτόδετος -η -ο [xartóδetos] Ε5 : για βιβλίο που είναι δεμένο με χαρτί: Οι χαρτόδετοι τόμοι στοιχίζουν λιγότερο από τους δερματόδετους και τους πανόδετους.

[λόγ. χαρτο- 1 + δέ(νω) -τος]

χαρτοκιβώτιο το [xartokivótio] Ο42 : μεγάλο κουτί από χαρτόνι.

[λόγ. χαρτο- 1 + κιβώτιον]

χαρτοκλέφτης ο [xartokléftis] Ο10 θηλ. χαρτοκλέφτρα [xartokléftra] Ο25 : αυτός που με διάφορες απάτες κερδίζει τους συμπαίκτες του στη χαρτοπαιξία.

[χαρτο- 1 + κλέφτης· χαρτοκλέφ(της) -τρα]

< Προηγούμενο   1... 22 23 [24] 25 26 ...28   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες