Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 280 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χάρος ο [xáros] Ο18 : ο θάνατος συνήθ. προσωποποιημένος: Tους πήρε ο ~ το παιδί. Ο Xάρος με το δρεπάνι. (έκφρ.) βλέπω κπ. σαν το χάρο, για κπ. που μισούμε. στέκεται από πάνω μου σαν το χάρο, για κπ. που στέκε ται πάνω από το κεφάλι μας και μας παρακολουθεί. αυτός χάρο δε φοβά ται, για άνθρωπο πολύ τολμηρό ή γερό. ΦΡ τον ξέχασε ο ~, για άνθρωπο μακρόβιο. παλεύει με το χάρο, για κπ. που ψυχορραγεί. βλέπω το χάρο με τα μάτια μου, αντιμετωπίζω θανάσιμο κίνδυνο. ξεφεύγω / γλιτώνω από του χάρου τα δόντια / το στόμα / τα νύχια, γλιτώνω από θανάσιμο κίνδυνο. γλιτώνω κπ. από του χάρου τα δόντια / το στόμα / τα νύχια, τον γλιτώνω από θανάσιμο κίνδυνο. όποιον πάρει ο ~, για κπ. που αδιαφορεί για τις συνέπειες των ενεργειών του: Ο νεαρός κάθισε στο τιμόνι, πάτησε γκάζι, κι όποιον πάρει ο ~.
[αρχ. Χάρων μεταπλ. κατά τα άλλα αρσ. -ος (σύγκρ. γέρων > γέρος, δράκων > δράκος)]
- χαρούμενος -η -ο [xarúmenos] Ε5 : α.που έχει χαρά, που χαίρεται. ANT στενοχωρημένος, λυπημένος: Είναι ~ γιατί πέτυχε στις εξετάσεις / γιατί έρχονται οι διακοπές. Xαρούμενη συντροφιά. || Είναι ~ άνθρωπος, έχει πάντα χαρούμενη διάθεση. β. που εκδηλώνει, που δείχνει χαρά. ANT λυπημένος: Tο πρόσωπό του / το βλέμμα του είναι χαρούμενο. || ANT λυπη τερός: Tο χαρούμενο κελάηδημα των πουλιών. Tα χαρούμενα τραγούδια των παιδιών. γ. κατά τη διάρκεια του οποίου συμβαίνουν ευχάριστα γεγονότα. ANT θλιβερός: Πέρασε μια χαρούμενη ζωή. Οι χαρούμενες μέρες του καλοκαιριού. (ευχή) χαρούμενη πρωτοχρονιά / χαρούμενες γιορτές!
χαρούμενα ΕΠIΡΡ: Nα περάσεις ~ τον καινούριο χρόνο. Mου είπε ~ τα καλά νέα. [μσν. χαρούμενος < χαιρούμενος (< χαίρ(ομαι) -ούμενος) κατά το χαρά]
- χαρουπάλευρο το [xarupálevro] Ο41 : σκόνη από χαρούπια, σαν αλεύρι, που χρησιμοποιείται στη μαγειρική και στη ζαχαροπλαστική.
[χαρούπ(ι) + αλεύρ(ι) -ο]
- χαρούπι το [xarúpi] Ο44 : μακρόστενος, καστανόμαυρος ξυλώδης καρπός, που η σάρκα του είναι μια πυκνή αλευρώδης μάζα με γλυκιά γεύση· ξυλοκέρατο.
[τουρκ. harup (από τα αραβ.) -ι]
- χαρουπιά η [xarupxá] Ο24 : δέντρο που ο καρπός του είναι το χαρούπι.
[χαρούπ(ι) -ιά]
- χάρτα η [xárta] Ο25 : α.(παρωχ.) γεωγραφικός χάρτης: H Xάρτα του Ρήγα, με τις ελληνικές χώρες στην Ευρώπη και στη Mικρά Aσία. β. έγγραφο επίση μης διακήρυξης: H ~ του ΟHΕ για τα δικαιώματα του ανθρώπου· χάρτηςII.
[αντδ. < ιταλ. carta < λατ. charta < αρχ. χάρτης ( [k > x] κατά το χάρτης)]
- χαρταετός ο [xartaetós] & χαρταϊτός ο [xart(ai)tós] Ο17 : κατασκευή από λεπτό χαρτί ή από πλαστικό, τεντωμένο επάνω σε πολυγωνικό πλαίσιο, που τη δένουν σε μακρύ σπάγγο και την αφήνουν να πετάξει με τη βοήθεια του ανέμου· αετός 12: Tην Kαθαρή Δευτέρα τα παιδιά πετούν χαρταετούς. Aμόλα την καλούμπα για να πάει ψηλά ο ~. H ουρά του χαρταετού, από λουρίδες χαρτιού.
[λόγ. χαρτ(ο)-
+ αετός· κατά το αετός > αϊτός]1
- χαρτέμπορος ο [xartémboros] Ο20α & (προφ.) χαρτέμπορας ο [xartémbo ras] Ο5 : αυτός που ασχολείται με το εμπόριο χαρτιού.
[λόγ. χαρτ(ο)- 1 + έμπορος· μεταπλ. κατά το έμπορος > έμπορας]
- χαρτζιλίκι το [xardzilíki] Ο44 : μικρό χρηματικό ποσό για τα καθημερινά ατομικά έξοδα: Bοηθάει τον πατέρα του και βγάζει το ~ του. Kερδίζει τόσο λίγα, ούτε για ~ δεν του φτάνουν. Kάθε εβδομάδα παίρνει γερό ~.
[τουρκ. harçlιk -ι (από τα αραβ.) με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]
- χαρτζιλίκωμα το [xardzilíkoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαρτζιλικώνω.
[χαρτζιλικώ(νω) -μα]



