Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %χαρ%
280 εγγραφές [201 - 210]
χαροκαμένος -η -ο [xarokaménos] Ε3 : που έχει δοκιμάσει τη θλίψη από το θάνατο πολύ στενών συγγενών: ~ πατέρας. Xαροκαμένη μάνα. Xαροκαμένο σπίτι, οικογένεια.

[χάρ(ος) -ο- + καμένος μππ. του καίω]

χαροκόπι το [xarokópi] Ο44α : (λαϊκότρ.) πολύ ζωηρό γλέντι που κρατάει πολλές ώρες ή και μέρες: Ρίχτηκε στο ~ και σπατάλησε το βιος του. Δυο μέρες κράτησε το ~.

[χαροκοπ(ώ) -ι (αναδρ. σχημ.)]

χαροκόπος ο [xarokópos] Ο18 : (λαϊκότρ.) αυτός που ζει μια ζωή γεμάτη διασκεδάσεις, με φαγοπότια, ξενύχτια κτλ.

[χαροκοπ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]

χαροκοπώ [xarokopó] Ρ10.1α : (λαϊκότρ.) γλεντοκοπώ.

[χαρ(ά) -ο- + -κοπώ]

χάροντας ο [xárondas] Ο5 : στη λαϊκή παράδοση, η προσωποποίηση του θανάτου, ο χάρος.

[αρχ. Χάρων, αιτ. οντα]

χαροπάλεμα το [xaropálema] Ο49 : η ενέργεια του χαροπαλεύω. α. ψυχορράγημα. β. (μτφ.) σκληρή προσπάθεια.

[χαραπαλεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

χαροπαλεύω [xaropalévo] Ρ5.2α : 1.παλεύω με το χάρο, με το θάνατο· ψυχορραγώ: Ο άρρωστος χαροπαλεύει. Πέρασε βαριά αρρώστια, χαροπάλεψε, κινδύνεψε να πεθάνει. 2. (μτφ.) αγωνίζομαι σκληρά για να εξασφαλίσω ό,τι είναι απαραίτητο για τη ζωή: Xαροπαλεύει για ν΄ αναστήσει τα παιδιά της.

[χάρ(ος) -ο- + παλεύω]

χαροποιός -ός / -ά -ό [xaropiós] Ε13 : (λόγ.) χαρμόσυνος: Xαροποιό άγγελμα.

[λόγ. < ελνστ. χαροποιός]

χαροποιώ [xaropió] Ρ10.9α : (λόγ.) προξενώ χαρά, κάνω κπ. να χαρεί: H επιτυχία σου μας χαροποίησε όλους.

[λόγ. < ελνστ. χαροποιῶ]

χαροπούλι το [xaropúli] Ο44 : (λαϊκότρ.) κουκουβάγια.

[χάρ(ος) -ο- + πουλ(ί) -ι]

< Προηγούμενο   1... 19 20 [21] 22 23 ...28   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες