Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αυτόφωρος -η -ο [aftóforos] Ε5 : (νομ.) 1α. (για παράνομη πράξη) που ο δράστης της γίνεται αντιληπτός τη στιγμή που τη διαπράττει ή αμέσως μετά: Στα αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα να συλλάβει το δράστη. β. Aυτόφωρη σύλληψη δράστη, που γίνεται κατά την εκτέλεση της αξιόποινης πράξης ή αμέσως μετά. 2. (για δικαστήριο) που εκδικάζει αυτόφωρα πλημμελήματα ή πταίσματα: Aυτόφωρο τριμελές πρωτοδικείο. || (ως ουσ.) το αυτόφωρο. ΦΡ επ΄ αυτοφώρω, την ίδια στιγμή: Συνελήφθη επ΄ αυτοφώρω να κλέβει.
[λόγ. < αρχ. αὐτόφωρος `πιασμένος πάνω στην πράξη΄, η αλλ. της σημ. από παρερμηνεία της αρχ. φρ. ἐπ΄ αὐτοφώρῳ `πάνω στην πράξη΄]
- κατάφωρος -η -ο [katáforos] Ε5 : για αξιόποινη ή κατακριτέα πράξη που είναι ολοφάνερη, για την οποία δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία: Έγινε κατάφωρη αδικία. H παραβίαση του συντάγματος είναι κατάφωρη. ~ εκβιασμός. Kατάφωρο ψέμα.
κατάφωρα ΕΠIΡΡ: Ο νόμος παραβιάστηκε ~. [λόγ. < ελνστ. κατάφωρος]
- φωριαμός ο [foriamós] Ο17 : (λόγ.) ντουλάπι ή κιβώτιο (συνήθ. μεταλλικό) που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση ρουχισμού, φακέλων, βιβλίων κτλ.
[λόγ. < αρχ. φωριαμός `μπαούλο΄]



