Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: %φυ%
514 items total [461 - 470]
φυσιοθεραπεία η [fisioθerapía] & φυσικοθεραπεία η [fisikoθerapía] Ο25 : θεραπευτική μέθοδος για ορισμένες ασθένειες ή κακώσεις, που βασίζεται σε φυσικά μέσα και γνώσεις (νερό, θερμότητα, φως, ηλεκτρισμό, αέρα κτλ.): Kάνω ~ για το αυχενικό μου σύνδρομο. || (προφ.) καθεμιά από τις επισκέψεις σε φυσιοθεραπευτή: Ο γιατρός μού έγραψε δέκα φυσιοθεραπείες.

[λόγ. < γαλλ. physiothérapie & αγγλ. physiotherapy < physio- = φυσιο- + -thérapie, -therapy = -θεραπεία· φυσικο-: κατά το φυσικόςI2]

φυσιοθεραπευτής ο [fisioθerapeftís] & φυσικοθεραπευτής ο [fisikoθera peftís] Ο7 θηλ. φυσιοθεραπεύτρια [fisioθerapéftria] & φυσικοθεραπεύτρια [fisikoθerapéftria] Ο27 : ειδικός που (με οδηγίες γιατρού) εφαρμόζει θεραπευτική αγωγή με τα μέσα της φυσιοθεραπείας: Πήγα για μασάζ σε φυσιοθεραπευτή. Διπλωματούχος ~.

[λόγ. φυσιο(θεραπεία) + θεραπευτής μτφρδ. αγγλ. physiotherapist (< physiotherapy = φυσιοθεραπεία)· φυσικο-: λόγ. κατά το φυσικοθεραπεία· λόγ. φυσιοθεραπευ(τής), φυσικοθεραπευ(τής) -τρια]

φυσιοθεραπευτικός -ή -ό [fisioθerapeftikós] & φυσικοθεραπευτικός -ή -ό [fisikoθerapeftikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φυσιοθεραπεία ή στο φυσιοθεραπευτή: Φυσιοθεραπευτικές μέθοδοι / αγωγές.

[λόγ. φυσιοθεραπευτ(ής), φυσικοθεραπευτ(ής) -ικός]

φυσιοκράτης ο [fisiokrátis] Ο10 : 1. οπαδός της φυσιοκρατίας. 2. (πληθ.) οικονομολόγοι, οπαδοί της οικονομικής θεωρίας που θεωρούσε ως κύρια πηγή του πλούτου τη γεωργία.

[λόγ. < γαλλ. physiocrate < phy sio(cra tie) = φυσιο(κρατία) -crate = -κράτης]

φυσιοκρατία η [fisiokratía] Ο25 : 1. φιλοσοφική κοσμοθεωρία σύμφωνα με την οποία όλα προέρχονται και ερμηνεύονται από τη φύση και αυτή από τον εαυτό της (χωρίς την ύπαρξη κάποιας υπερβατικής δύναμης). 2. ηθικολογική θεωρία σύμφωνα με την οποία πηγές της ηθικής οφείλουν να είναι οι φυσικές τάσεις και ορμές του ατόμου και οι φυσικές του ικανότητες, που πρέπει να αναπτύσσονται ελεύθερα.

[λόγ. < γαλλ. physio cratie < physio- = φυσιο- + -cratie = -κρατία]

φυσιοκρατικός -ή -ό [fisiokratikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φυσιοκρατία ή στους φυσιοκράτες.

[λόγ. < γαλλ. physiocratique < physiocrat(ie) = φυσιοκρατ(ία) -ique = -ικός]

φυσιολάτρης ο [fisiolátris] Ο10 θηλ. φυσιολάτρισσα [fisiolátrisa] Ο27 : αυτός που αγαπάει τη φύση και την υπαίθρια ζωή.

[λόγ. φυσιο- + -λάτρης· λόγ. φυσιολάτρ(ης) -ισσα]

φυσιολατρία η [fisiolatría] Ο25 : η αγάπη για τη φύση και την υπαίθρια ζωή.

[λόγ. φυσιο- + -λατρία]

φυσιολατρικός -ή -ό [fisiolatrikós] Ε1 : που αναφέρεται στη φυσιολατρία ή στους φυσιολάτρες: ~ όμιλος.

[λόγ. φυσιολάτρ(ης), φυσιολατρ(ία) -ικός]

φυσιολογία η [fisiolojía] Ο25 : επιστήμη (ως κλάδος της βιολογίας και της ιατρικής) που ασχολείται με τις λειτουργίες των έμβιων όντων και με τις λειτουργικές διαδικασίες του (ανθρώπινου κτλ.) οργανισμού (ανάπτυξη, ανταλλαγή ύλης, αναπαραγωγή).

[λόγ. < αρχ. φυσιολογία `έρευνα των φυσικών φαινομένων΄ σημδ. γαλλ. physiologie < λατ. physiologia `φυσικές επιστήμες΄ < αρχ. φυσιολογία]

< Previous   1... 45 46 [47] 48 49 ...52   Next >
Go to page:Go