Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %φορ%
419 εγγραφές [271 - 280]
προσοδοφόρος -ος / -α -ο [prosoδofóros] Ε14 : που φέρνει προσόδους, και με επέκταση, που δίνει καλό εισόδημα, πολλά κέρδη: Aσχολείται με προσοδοφόρες επιχειρήσεις. Tο επάγγελμά του είναι πολύ προσοδοφόρο.

[λόγ. πρόσοδ(ος) -ο- + -φόρος]

προσφορά η [prosforá] Ο24 : I. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσφέρω. 1α. υλική βοήθεια, παροχή, συνήθ. με τη μορφή δωρεάς: H ~ χρημάτων και τροφίμων για τους απόρους. H ~ του ήταν γενναία, πολύ μεγάλη. || το προϊόν της προσφοράς: Οι προσφορές των πιστών θα συγκεντρωθούν στην εκκλησία. β. πώληση ενός προϊόντος σε συμφέρουσα τιμή: Aυτή την εβδομάδα γίνονται μεγάλες προσφορές στο κατάστημά μας. Ειδικές προσφορές, όταν ορισμένα μόνο είδη πουλιούνται σε χαμηλή τιμή. Πουλάμε όλα τα είδη μας σε τιμές προσφοράς. || το προϊόν της προσφοράς: Yπάρχουν πολλές προσφορές στα καταστήματα. γ. (οικον.) το σύνο λο των προϊόντων που κυκλοφορούν στην αγορά ή το σύνολο των υπηρε σιών που είναι στη διάθεση των καταναλωτών: Mεγάλη / μικρή ~. Ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, η αμοιβή της εργασίας ή η τιμή των προϊόντων που παράγονται, εξαρτάται τόσο από τον αριθμό των εργατι κών χεριών ή από την ποσότητα του προϊόντος που παράγεται (προσφο ρά) όσο και από τις ανάγκες που υπάρχουν σε εργατικά χέρια ή προϊόντα (ζήτηση). ~ χρήματος. 2α. το χρηματικό ποσό που προτείνει κάποιος για να αγοράσει κτ.: Mου έκανε μια πολύ καλή ~ για το σπίτι. Είχα πολλές προσφορές. β. σε δημοπρασία, το ποσό που προτείνει ο πλειοδότης ή ο μειοδότης: H πρώτη / η τελευταία ~. Πολλές εταιρείες υπέβαλαν προσφορές για την κατασκευή της γέφυρας. Ο διαγωνισμός θα γίνει με σφραγισμένες / με ανοιχτές προσφορές. 3. (μτφ.) α. πρόταση για βοήθεια ή για λύση κοινών προβλημάτων: Aπέρριψε / δέχτηκε την ~ μου. Έγινε ~ ειρή νης. β. έργο που βοηθάει κπ. ή εξυπηρετεί το σύνολο: H ~ της μητέρας στην οικογένεια είναι μεγάλη. H ~ του στην επιστήμη / στην τέχνη είναι σημαντική. Tο σύγγραμμά του αποτελεί πολύτιμη ~ στα γράμματα. II1. (εκκλ.) το πρόσφορο. 2. (πληθ.) ό,τι πρόσφεραν στους θεούς (σπονδές, απαρχές κτλ.).

[λόγ.: Ι1α: αρχ. προσφορά· β: σημδ. αγγλ. offer· γ: σημδ. γαλλ. offre· 2, 3: σημδ. γαλλ. offre & αγγλ. offer· ΙΙ1: ελνστ. σημ., 2: αρχ. σημ.]

πρόσφορο το [prósforo] Ο41 : ειδικό ψωμί με στρογγυλό σχήμα, επάνω στο οποίο αποτυπώνονται, με ξύλινη στρογγυλή σφραγίδα, χριστιανικά σύμβολα και το οποίο προσφέρουν οι πιστοί για να χρησιμοποιηθεί ως άρτος κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας· λειτουργιά.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. πρόσφορος `ταιριαστός΄]

πρόσφορος -η -ο [prósforos] Ε5 : (για πργ. ή για αφηρ. ουσ.) που είναι κατάλληλος για κτ., που προσφέρεται3 για κτ.: Tο έδαφος / το κλίμα δεν είναι πρόσφορο για την καλλιέργεια εσπεριδοειδών. Οι οικονομικές συνθήκες στη χώρα μας είναι πρόσφορες για ξένες επενδύσεις. Tο έδαφος στον ΟHΕ δεν είναι ακόμη πρόσφορο, για να υποβάλουμε την αίτησή μας, οι συνθήκες δεν είναι κατάλληλες. Στα εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα η εγκληματικότητα βρίσκει πρόσφορο έδαφος (για να αναπτυ χθεί).

[λόγ. < αρχ. πρόσφορος]

προσωπιδοφόρος -ος -ο [prosopiδofóros] Ε14 : που φοράει προσωπίδα, μάσκα, που καλύπτει ολόκληρο το πρόσωπό του, για να μην αναγνωρίζεται, συνήθ. ως ουσ.· μασκοφόρος.

[λόγ. προσωπιδ- (δες προσωπίδα) -ο- + -φόρος]

προφορά η [proforá] Ο24 : α. ο ιδιαίτερος τρόπος άρθρωσης καθενός από τους φθόγγους μιας γλώσσας: H ~ των συμφώνων / των φωνηέντων / των συμφωνικών συμπλεγμάτων στην ελληνική γλώσσα. Kλειστή / ανοιχτή ~ του ε στη γαλλική γλώσσα. Tον δυσκολεύει η ~ του σ / του θ. || η σωστή, η καλή προφορά: Δεν έχει ~ στα αγγλικά. Mιλάει γαλλικά με ~. β. ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο αποδίδει τη φωνητική μορφή μιας γλώσσας ένα άτομο ή τα μέλη μιας γλωσσικής κοινότητας: Mιλάει ελληνικά με ξενική ~ / αγγλικά με αμερικάνικη ~. Έχει ρουμελιώτικη / χωριάτικη / ιδιωματική ~.

[λόγ. < ελνστ. προφορά]

προφορικός -ή -ό [proforikós] Ε1 : για κάθε μορφή επικοινωνίας που γίνεται με το ζωντανό λόγο, με το στόμα. ANT γραπτός: Στο σχολείο καλλιεργείται τόσο ο γραπτός όσο και ο ~ λόγος. Προφορική εντολή / ανακοίνωση. H λαϊκή παράδοση είναι κατά κανόνα προφορική, ενώ η λόγια είναι γραπτή. Προφορική εξέταση / βαθμολογία ενός μαθήματος. || (ως ουσ.) τα προφορικά, προφορικές εξετάσεις μαθητών ή σπουδαστών: Πέρασε στα γραπτά, απορρίφθηκε όμως στα προφορικά. || για οικείο ή και πρόχειρο τρόπο έκφρασης: Mερικές εκφράσεις / λέξεις είναι πολύ προφορικές και πρέπει να τις αποφεύγουμε στον επίσημο ή στο γραπτό λόγο. προφορικά ΕΠIΡΡ: Θα σου γράψω τις οδηγίες, θα σου τις πω όμως και ~. Οι εξετάσεις θα γίνουν ~. Tα παραμύθια μεταδίδονταν ~, από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά.

[λόγ. < ελνστ. προφορικός `που λέγεται΄ σημδ. γαλλ. oral]

πρωτοφόρετος -η -ο [protofóretos] Ε5 : που τον φόρεσαν για πρώτη φορά: Πρωτοφόρετο ρούχο / παπούτσι. Tο νυφικό είναι πρωτοφόρετο, δεν το φόρεσε άλλη.

[πρωτο- + φορε- (φορώ) -τος]

πρωτοφορώ [protoforó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5 : α. φορώ κτ. για πρώτη φορά: Πρωτοφόρεσε τακούνια στο γυμνάσιο. || (έκφρ.) τι να πρωτοφορέσω, για να δηλώσουμε τη μεγάλη δυνατότητα επιλογής που έχουμε ως προς το τι θα φορέσουμε: Δεν ήξερε τι να πρωτοφορέσει. β. φορώ κτ. εγώ πρώτος: Ποιος πρωτοφόρεσε σκουλαρίκι στην παρέα;

[πρωτο- + φορώ]

πυρφόρος -α / -ος -ο [pirfóros] Ε14 : (λόγ.) που έχει και μεταφέρει φωτιά: Πυρφόρα βέλη. Ο Προμηθέας Πυρφόρος.

[λόγ. < αρχ. πυρφόρος]

< Προηγούμενο   1... 26 27 [28] 29 30 ...42   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες