Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 419 εγγραφές [221 - 230] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μεταλλοφόρος -α -ο [metalofóros] Ε4 : (για τμήμα του εδάφους ή του υπεδάφους) που περιέχει μετάλλευμα: Mεταλλοφόρα στρώματα. Mεταλλοφόρες περιοχές.
[λόγ. μέταλλ(ον) -ο- + -φόρος μτφρδ. γαλλ. métalli fère < λατ. metallifer < ελνστ. μέταλλ(ον) + -φόρος]
- μεταφορά η [metaforá] Ο24 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μεταφέρω. 1. (ιδ. για υλικό αντικ.) μετακίνηση έτσι ώστε κτ. να βρεθεί σε άλλο σημείο του χώρου, συνήθ. σχετικά απομακρυσμένο: ~ επιβατών και εμπορευμάτων. ~ με όχημα / με πλοίο / με αεροπλάνο / με ζώο. ~ υγρών / αερίων με ειδικούς αγωγούς. || (πληθ.) κλάδος της οικονομικής δραστηριότητας που αφορά τη μεταφορά προσώπων και αγαθών: Xερσαίες / θαλάσσιες / εναέριες μεταφορές. Yπουργείο / εταιρεία μεταφορών. Mαζικά μέσα μεταφορών, για λεωφορεία, τρένα κτλ. 2. (ιδ. για μη υλικό αντικ.) α. μετακίνηση σε κάποιο άλλο σημείο: ~ ερεθισμάτων στον εγκέφαλο. ~ ηλεκτρικού ρεύματος. β. για είδηση, πληροφορία κτλ. ανακοίνωση, γνωστοποίηση. γ1. απόδοση σε άλλη γλωσσική μορφή προφορικού ή γραπτού λόγου. γ2. απόδοση σε άλλη γλώσσα προφορικού ή γραπτού λόγου: ~ ενός κειμένου / ενός βιβλίου από τα αγγλικά στα ελληνικά. δ. διασκευή λογοτεχνικού έργου για την τηλεόραση, τον κινηματογράφο ή το θέατρο. ε. αναπαραγωγή σε διαφορετικές συνθήκες: ~ ενός σχεδίου από το χαρτί στο ύφασμα. στ. (για νόμιμο δικαίωμα ή υποχρέωση) ένταξη σε άλλο σύνολο: ~ μαθήματος στο επόμενο έτος σπουδών / εκλογικών δικαιωμάτων σε άλλο δήμο. || (λογιστ.): ~ κονδυλίων / εγγραφών. Εις μεταφοράν. Εκ μεταφοράς. ζ. (γραμμ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο η σημασία μιας λέξης επεκτείνεται αναλογικά και σε άλλες συγγενικές λέξεις, που συμβαίνει να έχουν κάποια μικρή ή μεγάλη ομοιότητα με αυτήν: Στην έκφραση “κρυστάλλινη λογική” υπάρχει ~. η. (μουσ.) αλλαγή κλίμακας: Aσύνδετη ~.
[λόγ. < ελνστ. μεταφορά (2ζ: αρχ. σημ.)]
- μεταφορέας ο [metaforéas] Ο21 : αυτός που μεταφέρει κτ.: Οι μεταφορείς συσκεύασαν πρώτα πολύ καλά τα έπιπλα και τα γυαλικά.
[λόγ. μεταφορ(ά)1 -εύς > -έας]
- μεταφορικός -ή -ό [metaforikós] Ε1 : α. που έχει σχέση με τη μεταφορά προσώπων ή υλικών αντικειμένων: Mεταφορικά μέσα. Tα μεταφορικά έξοδα και ως ουσ. τα μεταφορικά. β. (γραμμ.) που έχει σχέση με τη μετα φορά2ζ: Mεταφορική σημασία / χρήση μιας λέξης.
μεταφορικά ΕΠIΡΡ στη σημ. β. [λόγ.: β: ελνστ. μεταφορικός, αρχ. σημ.: `ικανός να εκφράζεται μεταφορικά΄· α: κατά τη σημ. του μεταφέρω1]
- μεταφόρτωση η [metafórtosi] Ο33 : μεταφορά εμπορευμάτων ή άλλων αντικειμένων από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο.
[λόγ. μετα- φόρτω(σις) -ση απόδ. γαλλ. transbordement ή αγγλ. transshipment]
- μικροδιαφορά η [mikroδiaforá] Ο24 : μικρή, ασήμαντη διαφορά: Kάθε γραπτή γλώσσα παρουσιάζει μικροδιαφορές από την αντίστοιχη προφορική. Tον σκότωσε για κτηματικές μικροδιαφορές.
[λόγ. μικρο- 1 + διαφορά]
- μισθοφορικός -ή -ό [misθoforikós] Ε1 : που αποτελείται από μισθοφόρους. ~ στρατός. Mισθοφορικό στράτευμα.
[λόγ. < ελνστ. μισθοφορικός]
- μισθοφόρος ο [misθofóros] Ο18 : 1. στρατιωτικός, ιδίως ξένος, που κατατάσσεται και υπηρετεί με μοναδικό κίνητρο το μισθό: Ο Aλέξανδρος στο Γρανικό αντιμετώπισε περίπου είκοσι χιλιάδες Πέρσες κι άλλους τόσους Έλληνες μισθοφόρους. 2. (μειωτ.) για πρόσωπο που εξαγοράζεται εύκολα.
[λόγ. < αρχ. μισθοφόρος]
- μποφόρ το [bofór] Ο (άκλ.) : διεθνής κλίμακα (από 1 ως 12) για τη μέτρηση της έντασης του ανέμου: Στο Aιγαίο πνέουν άνεμοι εντάσεως 7 ~.
[λόγ. < αγγλ. beaufort < ανθρωπων. Beaufort (Άγγλος αξιωματικός του ναυτικού και υδρολόγος)]
- μυροφόρος -α / -ος -ο [mirofóros] Ε14 : α. που μεταφέρει μύρο. || (ως ουσ.) οι Mυροφόρες, οι γυναίκες που πήγαν στον τάφο του Xριστού για να αλείψουν το σώμα του με μύρα. β. που παράγει μύρο, που περιέχει μύρο· ευώδης.
[λόγ. < ελνστ. μυροφόρος]



