Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %φορ%
419 εγγραφές [41 - 50]
αντιπροσφορά η [andiprosforá] Ο24 : προσφορά που γίνεται με στόχο την αντιμετώπιση της προσφοράς ενός άλλου.

[λόγ. αντι- + προσφορά μτφρδ. αγγλ. counter-offer]

ανυπόφορος -η -ο [anipóforos] Ε5 : ΣYN αφόρητος. α. για κτ. που είναι τόσο ενοχλητικό ή δυσάρεστο, ώστε δεν μπορεί κανείς να το υποφέρει, να το ανεχθεί: Ο πόνος έγινε ~. H ζέστη είναι ανυπόφορη. H κατάσταση που επικρατεί μέσα στο σπίτι είναι ανυπόφορη. H ζωή μου έγινε ανυπόφορη, δεν την αντέχω πια. β. για άνθρωπο του οποίου η συμπεριφορά είναι τόσο ενοχλητική, ώστε να μην μπορεί κανείς να ζήσει ή να συναναστραφεί μαζί του: Έχεις γίνει ~ με την γκρίνια σου / με τις απαιτήσεις σου. Έχει έναν ανυπόφορο χαρακτήρα. ανυπόφορα ΕΠIΡΡ: Ο οχετός μυρίζει ~. Είναι ~ εγωιστής.

[λόγ. < ελνστ. ἀνυπόφορος]

αξεφόρτωτος -η -ο [aksefórtotos] Ε5 : που δεν τον έχουν ξεφορτώσει, για κτ. από όπου δεν έχουν αφαιρέσει το φορτίο ή για φορτίο που δεν το έχουν σηκώσει. ANT φορτωμένος: Tα καράβια / τα εμπορεύματα είναι αξεφόρτωτα.

[α- 1 ξεφορτώ(νω) -τος]

απληροφόρητος -η -ο [aplirofóritos] Ε5 : που δεν τον έχουν πληροφορήσει, που δεν τον έχουν ενημερώσει για κτ. ANT πληροφορημένος: Είμαι / μένω ~. Ο κόσμος ήταν ~ για τις τελευταίες εξελίξεις. || ~ αναγνώστης.

[λόγ. < ελνστ. ἀπληροφόρητος `ανικανοποίητος΄ κατά τη σημ. της λ. πληροφορώ]

απορριμματοφόρος -α -ο [aporimatofóros] Ε4 : που μεταφέρει σκουπίδια: Ο δήμος αγόρασε καινούρια απορριμματοφόρα οχήματα. || (ως ουσ.) το απορριμματοφόρο, όχημα μεταφοράς σκουπιδιών: Ο δρόμος έκλεισε / το μποτιλιάρισμα προκλήθηκε από ένα χαλασμένο απορριμματοφόρο.

[λόγ. απορριμματ- (απόρριμμα) -ο- + -φόρος]

αποσυμφόρηση η [aposimfórisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποσυμφορώ, απαλλαγή από τη συμφόρηση: H τροχαία θα λάβει μέτρα για την ~ του κέντρου της πόλης από τη μεγάλη κυκλοφορία. H ίδρυση περιφερειακών νοσοκομείων θα συμβάλει στην ~ των κεντρικών νοσηλευτικών μονάδων. Πρέπει να βγάλω τα ογκώδη έπιπλα, για να γίνει μια ~ στο δωμάτιο. || ~ των βρόγχων / της μύτης, απελευθέρωση από τις εκκρίσεις.

[λόγ. απο- συμφόρη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. decongestion]

αποσυμφορητικός -ή -ό [aposimforitikós] Ε1 : που συντελεί στην αποσυμφόρηση: Aποσυμφορητικές ουσίες. || (ως ουσ.) το αποσυμφορητικό, αποσυμφορητικό φάρμακο. αποσυμφορητικά ΕΠIΡΡ: Φάρμακα που δρουν ~.

[λόγ. αποσυμφορη- (αποσυμφορώ) -τικός]

αποσυμφορώ [aposimforó] -ούμαι Ρ10.9 : περιορίζω τον αριθμό των προσώπων, οχημάτων ή πραγμάτων που κυκλοφορούν ή που υπάρχουν σε ένα χώρο, για να μη δημιουργείται συνωστισμός ή στρίμωγμα: Mε τις νέες οδικές αρτηρίες θα αποσυμφορηθεί η εθνική οδός. Πρέπει να αποσυμφορηθεί η βιβλιοθήκη από ορισμένα βιβλία. || Θα αποσυμφορηθεί η υπηρεσία από το προσωπικό που πλεονάζει. || αφαιρώ ένα μέρος από τις εργασίες που διεκπεραιώνει μια υπηρεσία, για να διευκολύνω το έργο της: Tο υπουργείο αποφάσισε να αποσυμφορήσει τις εφορίες / τα δικαστήρια.

[λόγ. αποσυμφόρ(ησις) -ώ (αναδρ. σχημ.) μτφρδ. γαλλ. décongestionner]

αποφορά η [apoforá] Ο24 : πολύ δυσάρεστη μυρωδιά, έντονη δυσοσμία: Tο πτώμα / ο οχετός αναδίνει μια αβάσταχτη / φοβερή ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀποφορά, αρχ. σημ.: `πληρωμή φόρου΄]

αποφόρι το [apofóri] Ο44 : ρούχο που το έχει χρησιμοποιήσει κάποιος πολύ και δεν το φοράει πια: Όταν ήταν μικρός φορούσε τα αποφόρια του μεγάλου αδελφού του. Ό,τι ~ είχε, το έστειλε στους φτωχούς. Ήταν ντυμένη με κάτι αποφόρια, για ρούχα παλιά και αταίριαστα στο σώμα.

[αποφορ(ώ < απο- φορώ) -ι (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...42   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες