Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %φορ%
419 εγγραφές [401 - 410]
φορώ [foró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5 : 1. βάζω κάποιο ρούχο ή άλλο συμπλήρωμα της αμφίεσης, ντύνομαι, είμαι ντυμένος με κτ.: ~ γραβάτα / φουλάρι / παπιγιόν / ζώνη / καπέλο. Φόρα το σακάκι σου, γιατί κάνει ψύχρα. Φόρεσα τα καλά μου (ρούχα) και βγήκα έξω. Tι νούμερο παπούτσι φοράς; Ο δράστης φορούσε μια κάλτσα στο πρόσωπό του. Φόρεσε το παλτό της κι έφυγε βιαστικά. Φορούσε μαύρα, γιατί πενθούσε τον πεθερό της. (έκφρ.) φόρεσε τη φανέλα* της Εθνικής. || Aυτά τα ρούχα / τα παπούτσια δε φοριούνται πια, είναι φθαρμένα, παλιάς μόδας. || (μππ.) φορεμένος, μεταχειρισμένος, φθαρμένος. ANT αφόρετος: Tο πουκάμισο είναι φορεμένο. || (επέκτ.) για κοσμήματα, όπλα, διακριτικά ή άλλα εξαρτήμα τα: ~ ρολόι / δαχτυλίδι / σκουλαρίκια / γυαλιά / σπαθί / κραγιόν / ζώνη / περούκα / κράνος. Φορούσε το σήμα της ειρήνης / του Ολυμπιακού. Δε ~ κοσμήματα. || (προφ.): Tο καινούριο μοντέλο της μοτοσικλέτας φοράει φαρδύτερα λάστιχα, δέχεται, είναι εφοδιασμένο. Φόρεσε το χακί*. ΦΡ ~ σε κπ. τα γυαλιά*. δεν έχει ρούχο* να φορέσει. ~ φέσι* σε κπ. 2. βάζω σε κπ. ένα ρούχο ή άλλο συμπλήρωμα της αμφίεσης, ντύνω: Έπλυναν το παιδί και του φόρεσαν τα καλά του ρούχα. || (επέκτ.): Tου φόρεσαν μια κορόνα και τον έκαναν βασιλιά. Tου φόρεσαν αγκάθινο στεφάνι. ΦΡ ~ τα κέρατα* σε κπ. (λαϊκ.) του / της τα φοράει, τον / την απατάει, τον / την κερατώνει. 3. (παθ. στο γ' πρόσ.) α. είναι της μόδας: Φέτος θα φορεθούν οι κοντές φούστες. β. (μτφ., προφ.) συνηθίζεται: H έκφραση «τη βρίσκω» φοριέται πολύ τον τελευταίο καιρό.

[αρχ. φορῶ]

φουρούσι το [furúsi] & φορούσι το [forúsi] Ο44 : ξύλινη, μεταλλική ή πέτρινη προεξοχή στερεωμένη στον τοίχο ή πρόσθετο εξάρτημα, που χρησιμεύει κυρίως ως υποστήριγμα μπαλκονιού ή γεισώματος.

[;]

φουστανελοφόρος ο [fustanelofóros] Ο18 : φουστανελάς.

[λόγ. φουστανέλ(α) -ο- + -φόρος]

φυλλοφόρος -α -ο [filofóros] Ε4 : που φέρει, που διαθέτει φύλλα, φύλλωμα: Φυλλοφόρα δέντρα.

[λόγ. < ελνστ. φυλλοφόρος `που έχει φύλλα΄, αρχ. σημ.: `αγώνας με αμοιβή ένα στεφάνι΄ σημδ. γαλλ. feuillu]

φωσφοριζέ [fosforizé] Ε (άκλ.) : (για ρούχο, αντικείμενο κτλ.) που φωσφορίζει: Πουκάμισο / ρολόι ~.

[λόγ. < γαλλ. phosphorisé]

φωσφορίζω [fosforízo] Ρ2.1α : (για ουσίες, σώματα, οργανισμούς) εκπέμπω φως στο σκοτάδι σύμφωνα με το φαινόμενο του φωσφορισμού: Tα μάτια πολλών ζώων φωσφορίζουν (στο σκοτάδι). Yφάσματα / χρώματα που φωσφορίζουν.

[λόγ. < γαλλ. phosphoriser `κάνω κτ. να φωσφορίζει΄ < phosphor(e) = φωσφόρ(ος) -iser = -ίζω & κατά τη σημ. του γαλλ. phospho rer]

φωσφορίζων -ουσα -ον [fosforízon] Ε12 : που φωσφορίζει: Φωσφορίζοντες οργανισμοί. Φωσφορίζοντα ρολόγια / όργανα / ρούχα.

[λόγ. μεε. του φωσφορίζω]

φωσφορικός -ή -ό [fosforikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στο φώσφορο, που το περιέχει: Φωσφορικά άλατα / λιπάσματα.

[λόγ. < γαλλ. phosphorique < phosphor(e) = φωσφόρ(ος) -ique = -ικός]

φωσφορισμός ο [fosforizmós] Ο17 : (φυσ., χημ.) ιδιότητα ορισμένων ουσιών, σωμάτων ή ζωντανών οργανισμών να εκπέμπουν φως στο σκοτάδι (χωρίς αισθητή άνοδο της θερμοκρασίας τους)· (πρβ. φθορισμός). || (βιολ.) το φαινόμενο κατά το οποίο μερικοί μικροοργανισμοί εκπέμπουν φως στο σκοτάδι (π.χ. η πυγολαμπίδα).

[λόγ. φωσφορισ- (φωσφορίζω) -μός μτφρδ. γαλλ. phosphorescence]

φώσφορο το [fósforo] Ο41 & (χημ.) φωσφόρος ο [fosfóros] Ο18 & φώσφορος ο [fósforos] Ο20α : 1. αμέταλλο στοιχείο, στερεό και εύφλεκτο: Nα τρως πολλά ψάρια, γιατί έχουν ~. Ο φωσφόρος παρουσιάζεται σταθερά στους ζωικούς ιστούς και αποβάλλεται με τα ούρα. 2. κοινή ονομασία διάφορων ουσιών που φωσφορίζουν.

[λόγ. < αρχ. φωσφόρος `που δίνει φως΄ (ενν. ἀστήρ) σημδ. γαλλ. phosphore (στη νέα σημ.) < αρχ. φωσφόρος και με μετακ. τόνου για ένδειξη σύνθ. και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

< Προηγούμενο   1... 38 39 40 [41] 42   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες