Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 419 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιφορτίζω [epifortízo] -ομαι Ρ2.1 : αναθέτω σε κπ. να κάνει κτ.: Ο διευθυντής με επιφόρτισε να σας ανακοινώσω ότι
Είμαι επιφορτισμένος με δυσάρεστα καθήκοντα.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιφορτίζω `παραφορτώνω΄ σημδ. γαλλ. charger ή ιταλ. incaricare]
- επιφόρτιση η [epifórtisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιφορτίζω.
[λόγ. επιφορτι- (επιφορτίζω) -σις > -ση]
- ερπυστριοφόρος -α / -ος -ο [erpistriofóros] Ε14 : (ιδ. για όχημα) που έχει ερπύστριες: ~ γερανός. Ερπυστριοφόρο τρακτέρ / άρμα μάχης. || (ως ουσ.) το ερπυστριοφόρο, για όχημα που έχει ερπύστριες.
[λόγ. ερπύστρι(α) -ο- + -φόρος]
- ευεπίφορος -η -ο [evepíforos] Ε5 : (λόγ.) επιρρεπής.
[λόγ. < ελνστ. εὐεπίφορος]
- ευφορία 1 η [eforía] Ο25 : η ιδιότητα του εύφορου, πλούσια παραγωγή: H ~ της γης.
[λόγ. < ελνστ. εὐφορία, αρχ. σημ.: `δύναμη υπομονής΄]
- ευφορία 2 η : συναίσθημα μεγάλης ψυχικής ευεξίας, ψυχική ευφορία· (πρβ. δυσφορία): H αρχική αισιοδοξία και ~ έδωσε αργότερα τη θέση της στην περίσκεψη και στη δυσαρέσκεια. Όταν πίνει κρασί νιώθει ~. || (ψυχιατρ.) υπερβολικό συναίσθημα ψυχικής και σωματικής ευεξίας, που προκαλείται από διάφορες ψυχικές ασθένειες ή από ναρκωτικές ουσίες: Bρίσκεται σε κατάσταση ευφορίας.
[λόγ. < ελνστ. εὐφορία `αίσθηση ανακούφισης σε αρρώστια΄ σημδ. γαλλ. euphorie < ελνστ. εὐφορία]
- εύφορος -η -ο [éforos] Ε5 : που παράγει ή που μπορεί να παράγει άφθονους καρπούς, που είναι γόνιμος, παραγωγικός: H γη της Mακεδονίας είναι εύφορη. Tο έδαφος της θεσσαλικής πεδιάδας είναι εύφορο. ~ κάμπος. Εύφορο χώμα. Εύφορη χώρα.
[λόγ. < αρχ. εὔφορος]
- έφορας ο [éforas] Ο5 : (προφ.) έφορος 1.
[< έφορ(ος) 1 μεταπλ. -ας]
- εφορεία 1 η [eforía] Ο25 : υπηρεσία ή διοικητική αρχή που εποπτεύει κπ. τομέα δραστηριότητας: ~ κλασικών / βυζαντινών / εναλίων αρχαιοτήτων. ~ νεότερων μνημείων. ~ προσκόπων.
[λόγ. < αρχ. ἐφορεία, ἐφορία `εξουσία εφόρου
22΄]
- εφορεία 2 η : εφορία.
[λόγ. < εφορία ορθογρ. κατά το εφορεία 1]



