Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %φορ%
419 εγγραφές [91 - 100]
διαφορίζω [δiaforízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (μαθημ.) εκτελώ μαθηματικό υπολογισμό, για να βρω το διαφορικό μιας συνάρτησης. 2. (σπάν.) διαφοροποιώ.

[λόγ. διάφορ(ος) -ίζω μτφρδ. γαλλ. différencier (διαφ. το αρχ. διαφορῶ `διασκορπίζω΄ και το μσν. διαφορίζω (< διάφορο) `έχω κέρδος΄)]

διαφορικό το [δiaforikó] Ο38 : 1. (τεχν.) μηχανισμός που τοποθετείται στο σύστημα μετάδοσης της κίνησης στα αυτοκίνητα και που επιτρέπει στους τροχούς να παίρνουν διαφορετικό αριθμό στροφών, όταν βρεθούν σε στροφή ή σε ανώμαλο δρόμο. 2. (μαθημ.) η ελάχιστη αύξηση μιας μεταβλητής ποσότητας ή το γινόμενο του τετραγώνου της παραγώγου μιας συνάρτησης με την ανεξάρτητη μεταβλητή της.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. διαφορικός σημδ. γαλλ. différentiel]

διαφορικός -ή -ό [δiaforikós] Ε1 : (επιστ.) που αναφέρεται σε διαφορές: (μαθημ.) ~ λογισμός, κλάδος των ανώτερων μαθηματικών που ασχολείται με τον υπολογισμό του διαφορικού μιας συνάρτησης. Διαφορικές εξισώσεις, που συνδέουν μια συνάρτηση. || (ιατρ.) Διαφορική διάγνωση, που γίνεται με τον αποκλεισμό άλλων νόσων που έχουν τα ίδια συμπτώματα. || (ως ουσ.) το διαφορικό*.

[λόγ. διαφορ(ά) -ικός μτφρδ. γαλλ. différentiel]

διαφόριση η [δiafórisi] Ο33 : η ενέργεια του διαφορίζω 1. (μαθημ.) η πράξη με την οποία βρίσκεται το διαφορικό μιας συνάρτησης. 2. (σπάν.) διαφοροποίηση.

[λόγ. διαφορι- (διαφορίζω) -σις > -ση]

διάφορο το [δiáforo & δjáforo] Ο41 : (λαϊκότρ.) κέρδος, όφελος: Aπ΄ αυτή τη δουλειά δεν έχω ~. Tι ~ θα ΄χω εγώ;

[ελνστ. διάφορον, αρχ. σημ.: `διαφορά΄]

διάφοροι -ες -α [δiáfori] Ε5 λόγ. γεν. πληθ. και διαφόρων : 1. για πρόσωπα ή για πράγματα, ομοειδή ως προς το κύριο χαρακτηριστικό τους, που διαφέρουν όμως μεταξύ τους και που τα αναφέρουμε μαζί, χωρίς όμως να κατονομάζουμε καθένα χωριστά: Είδαμε διάφορους γνωστούς. Πήγαμε σε διάφορα μέρη. Aκούσαμε διάφορες ενδιαφέρουσες απόψεις. Παραιτήθηκε για πολλούς και διάφορους λόγους. 2. (ως ουσ.) α. οι διάφοροι, θηλ. διάφορες, συνήθ. μειωτικά για πρόσωπα που δε θέλουμε να τα κατονομάσουμε: Δε με ενδιαφέρει τι λένε οι διάφοροι. β. τα διάφορα: Mην πιστεύεις τα διάφορα που ακούς. (έκφρ.) πολλά* και διάφορα.

[ελνστ. διάφοροι]

διαφοροποίηση η [δiaforopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαφοροποιώ. α. επισήμανση διαφορών ανάμεσα σε δύο ή σε περισσότερα πράγματα, πρόσωπα, έννοιες, καταστάσεις: Πρέπει να γίνει μια ~ των δύο περιπτώσεων. β. εμφάνιση διαφορών ανάμεσα σε πράγματα ή σε έννοιες: Yπάρχουν διαφοροποιήσεις στις αρχικές θέσεις του. Είναι γνωστή η διαφοροποίησή του από τις θέσεις των συνεργατών του. || (βιολ.) εμφάνιση διαφορών ανάμεσα σε ομογενή κύτταρα ή ιστούς.

[λόγ. διαφοροποιη- (διαφοροποιώ) -σις > -ση]

διαφοροποιώ [δiaforopió] -ούμαι Ρ10.9 : 1α. δείχνω, επισημαίνω τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες έννοιες ή πράγματα: Πρέπει να διαφοροποιήσουμε την κατάσταση της ανεργίας από εκείνη της εθελούσιας αποχής από την εργασία. β. για κτ. που αποτελεί στοιχείο διαφοράς, που διακρίνει μια έννοια, ένα πράγμα ή έναν άνθρωπο από κτ. ή από κπ. άλλο: Εκείνο που διαφοροποιεί την πρότασή του από όλες τις άλλες είναι ο ιδιαίτερος σεβασμός που δείχνει προς το περιβάλλον. 2. (παθ.) α. για κτ. που αλλάζει, που γίνεται διαφορετικό από κτ. άλλο: Έχουν διαφοροποιηθεί οι σημερινές συνθήκες σε σχέση με τις τότε. β. (για πρόσ.) παρουσιάζομαι να υποστηρίζω διαφορετικές θέσεις ή απόψεις σε σχέση με παλαιότερες δικές μου ή με εκείνες κάποιου άλλου: Ορισμένοι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος διαφοροποιήθηκαν από τις προτάσεις της κοινοβουλευτικής τους ομάδας. || ~ τη θέση μου / τη στάση μου, την αλλάζω, διαφοροποιούμαι.

[λόγ. διάφορ(ος) -ο- + -ποιώ απόδ. γαλλ. différencier]

διάφορος -η -ο [δiáforos] Ε5 : (λόγ.) διαφορετικός. ANT ίδιος.

[λόγ. < αρχ. διάφορος]

διοπτροφόρος -ος / -α -ο [δioptrofóros] Ε14 : (λόγ., ειρ., συνήθ. ως ουσ.) ο διοπτροφόρος, θηλ. διοπτροφόρος, αυτός που φοράει γυαλιά.

[λόγ. διόπτρ(αι) -ο- + -φόρος]

< Προηγούμενο   1... 8 9 [10] 11 12 ...42   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες