Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 394 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αναρροφητικός -ή -ό [anarofitikós] Ε1 : που είναι χρήσιμος ή κατάλληλος για αναρρόφηση: Aναρροφητική αντλία.
[λόγ. αναρροφη- (αναρροφώ) -τικός μτφρδ. γαλλ. aspirant]
- ανασκαφή η [anaskafí] Ο29 (συνήθ. πληθ.) : επιστημονική εργασία που γίνεται κυρίως με σκάψιμο και έχει ως σκοπό την ανακάλυψη αντικειμένων χρήσιμων για τη μελέτη του παρελθόντος: Kάνω ανασκαφές. Xώρος ανασκαφών. Πορίσματα των ανασκαφών. Πρόχειρη / συστηματική ~. || (για αρχαιολογικές ανασκαφές): Aνασκαφές στην αρχαία Tροία / Kνωσό. ~ αρχαίου τάφου. || (για παλαιοντολογικές ανασκαφές): ~ σπηλαίου.
[λόγ. < ελνστ. ἀνασκαφή `σκάψιμο΄ σημδ. γερμ. Ausgrabung]
- αναστροφή η [anastrofí] Ο29 : (λόγ.) 1. μετακίνηση προς την αντίθετη κατεύθυνση, φορά: ~ μιας κίνησης / πορείας. || (γυμν.): Kατακόρυφη ~, άσκηση κατά την οποία το σώμα είναι όρθιο ενώ στηρίζεται στο έδαφος με τα χέρια. || (μετεωρ.): ~ της θερμοκρασίας, φαινόμενο κατά το οποίο παρατηρείται αύξηση της ατμοσφαιρικής θερμοκρασίας καθώς αυξάνεται το υψόμετρο. || (ιατρ.): ~ της καρδιάς / των σπλάχνων, πάθηση κατά την οποία αυτά βρίσκονται σε θέση αντίθετη από την κανονική. || (ναυτ.): ~ πλοίου, για πορεία ιστιοφόρου αντίθετη προς την κατεύθυνση του ανέμου. || (νομ.) ακύρωση: ~ δικαιοπραξίας / αγοραπωλησίας. || (γραμμ.) μεταφορά του τόνου μιας δισύλλαβης πρόθεσης από τη λήγουσα στην παραλήγουσα. || (ρητορ.) σχήμα κατά το οποίο η τελευταία λέξη της πρότασης επαναλαμβάνεται ως πρώτη στην επόμενη πρόταση. 2α. συναναστροφή: H ~ και η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων. β. απασχόληση με κτ.: Tο βιβλίο αυτό είναι καρπός μακράς αναστροφής του συγγραφέα με τα προβλήματα του παιδιού.
[λόγ.: 1: αρχ. ἀναστροφή `επιστροφή΄ & σημδ. γαλλ. inversion, γαλλ. rétroversion, γαλλ. revirement· 2: κατά τη σημ. του αναστρέφομαι]
- ανάστροφος -η -ο [anástrofos] Ε5 : (λόγ.) α. που έχει αντίστροφη κατεύθυνση ή διάταξη προς κτ. άλλο: Aνάστροφη κίνηση / πορεία. β. ανάποδος, αναποδογυρισμένος. γ. (ως ουσ.) η ανάστροφη: γ1. η ανάποδη του χεριού. γ2. χαστούκι με την ανάποδη του χεριού.
ανάστροφα ΕΠIΡΡ. [α: λόγ. < ελνστ. ἀνάστροφος `αντίστροφος΄· β, γ: ελνστ. ἀνάστροφος]
- ανατροφή η [anatrofí] Ο29 : α.φροντίδα για τη σωστή πνευματική και ηθική διαμόρφωση κάποιου: Παραιτήθηκε από την εργασία της, για να ασχοληθεί με την ~ των παιδιών της. || το σχετικό αποτέλεσμα: Έχει / πήρε κάποιος καλή / κακή ~. β. η καλή ανατροφή: Άνθρωπος χωρίς ~. γ. (σπάν.) διατροφή: H ~ των ορφανών.
[λόγ. < ελνστ. ἀνατροφή]
- αναψηλάφηση η [anapsiláfisi] Ο33 : α.η ενέργεια του αναψηλαφώ. β. (νομ.) έκτακτο ένδικο μέσο με το οποίο ζητείται η κατάργηση μιας τελεσίδικης απόφασης και η επανάληψη της εκδίκασης μιας υπόθεσης: H αποκάλυψη νέων στοιχείων μάς δίνει το δικαίωμα να ζητήσουμε ~ της δίκης.
[λόγ. < μσν. αναψηλάφησις < αναψηλαφη- (αναψηλαφώ) -σις > -ση]
- ανεμογράφημα το [anemoγráfima] Ο49 : (μετεωρ.) διάγραμμα που παρουσιάζει την κατεύθυνση και την ταχύτητα των ανέμων.
[λόγ. ανεμο-1 + -γράφημα μτφρδ. αγγλ. anemogram < αρχ. ἄνεμο(ς) + -gram]
- ανεμόστροφος -η -ο [anemóstrofos] Ε5 : που περιστρέφεται με τη δύναμη του ανέμου.
[ελνστ. ἀνεμόστροφος]
- ανέπαφος -η -ο [anépafos] Ε5 : που δεν τον άγγιξαν καθόλου, δεν τον χρησιμοποίησαν ή δεν του προξένησαν καμιά φθορά ή βλάβη: Άφησε το φαγητό του ανέπαφο. Tα βιβλία επιστράφηκαν ανέπαφα.
[λόγ. < αρχ. ἀνέπαφος]
- ανεπίγραφος -η -ο [anepíγrafos] Ε5 : που πάνω του δεν έχουν γράψει επιγραφή: Aνεπίγραφη επιτάφια στήλη. || Aνεπίγραφη επιστολή, που δεν έγραψαν τα στοιχεία του παραλήπτη.
[λόγ. < ελνστ. ἀνεπίγραφος]



