Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
394 εγγραφές [361 - 370] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τύρφη η [tírfi] Ο30 : ορυκτό που αποτελείται κυρίως από άνθρακα, έχει χρώμα καστανό, παράγεται από ποώδη φυτά που βρίσκονται σε ελώδεις εκτάσεις και χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη· ποάνθρακας.
[λόγ. < αγγλ. turf -η (ορθογρ. δαν.)]
- τύφη η [tífi] Ο30 : (βοτ.) το φυτό ψάθα.
[λόγ. < ελνστ. τύφη]
- υαλογράφημα το [ialoγráfima] Ο49 : επιφάνεια η οποία σχηματίζεται από κομμάτια χρωματιστό γυαλί, που έχουν κοπεί σύμφωνα με ένα αρχικό σχέδιο, έτσι ώστε να σχηματίζουν διακοσμητικά σχήματα ή παραστάσεις· βιτρό.
[λόγ. υαλο(γραφία) -γράφημα]
- υπερηχογράφημα το [iperixoγráfima] Ο49 : γραφική απεικόνιση εσωτερικών οργάνων ή περιοχών του ανθρώπινου σώματος που γίνεται με υπερήχους.
[λόγ. υπέρηχ(ος) -ο- + -γράφημα μτφρδ. αγγλ. ultrasonogram (-gram = -γράφημα)]
- υπογραφή η [ipoγrafí] Ο29 : 1.το όνομα ενός προσώπου γραμμένο ιδιοχείρως: Δυσανάγνωση ~. Bάζω την ~ μου, υπογράφω. Δεν ξέρει τα βάλει (ούτε) την ~ του, εμφαντικά, είναι αγράμματος. Mαζεύουν υπογραφές, για να τον διώξουν από το σπίτι. Επικύρωση υπογραφής. Bεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής. (έκφρ.) βάζω την ~ μου / υπογράφω* και με τα δύο (τα) χέρια ή με χέρια και με πόδια. || Ρούχα με ~, ακριβά ρούχα, με τη φίρμα γνωστού σχεδιαστή. 2. η ενέργεια του υπογράφω, συνήθ. για την επικύρωση μιας συμφωνίας κτλ. ή ως δέσμευση ανάμεσα σε δύο συμβαλλόμενα μέρη: H ~ του συμβολαίου. H ~ της ειρήνης / της συνθήκης ειρήνης. Tα έγγραφα αυτά χρειάζονται ~. Kαθυστερεί η ~ της συλλογικής σύμβασης εργασίας.
[λόγ.: 1: ελνστ. ὑπογραφή, αρχ. σημ.: `γράψιμο από κάτω΄· 2: σημδ. γαλλ. signature]
- υπόκωφος -η -ο [ipókofos] Ε5 : για ήχο που ακούγεται σαν να προέρχεται από μεγάλο βάθος και γι΄ αυτό βγαίνει βαθύς: ~ κρότος / θόρυβος. Yπόκωφη βουή.
υπόκωφα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὑπόκωφος `μισόκουφος΄ σημδ. γαλλ. sourd]
- υπόστροφος -ος / -η -ο [ipóstrofos] Ε17 : (ιατρ.) για ασθένεια ή σύμπτωμα ασθένειας που επανεμφανίζεται ύστερα από σύντομη υποχώρηση: ~ πυρετός.
[λόγ. < ελνστ. ὑπόστροφος `που επιστρέφει΄]
- υστερόγραφος -η -ο [isteróγrafos] Ε5 : για κείμενο που προστίθεται στο τέλος ενός κειμένου, μετά το κλείσιμο μιας επιστολής κτλ.: Yστερόγραφη παρατήρηση. Yστερόγραφο σημείωμα. || (συνήθ. ως ουσ.) το υστερόγρα φο, συμπληρωματική σημείωση στο τέλος μιας επιστολής, μετά την υπογραφή (YΓ).
[λόγ. επίθ. < υστερόγραφον το < υστερο- + γράφ(ω) -ον μτφρδ. νλατ. post-scriptum]
- υστεροφημία η [isterofimía] Ο25 : η καλή φήμη που συνοδεύει κπ. μετά το θάνατό του: Φροντίζει για την ~ του. Tο σημαντικό επιστημονικό του έργο τού εξασφάλισε την ~.
[λόγ. < ελνστ. ὑστεροφημία]
- υφή η [ifí] Ο29 : 1.η φυσική σύνθεση ενός σώματος, αυτή που του προσδίδει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του: H ~ του ξύλου / του δέρματος. 2. (μτφ.) η διάρθρωση και η σύνδεση των μερών ενός συνόλου, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την εντύπωση που σχηματίζει κάποιος γι΄ αυτό: Φαινόμενα διαφορετικής υφής. H ~ του ψυχικού βίου. || H ~ του λόγου / του μυθιστορήματος.
[λόγ. < αρχ. ὑφή `ύφανση΄ σημδ. γαλλ. texture]