Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %φη%
394 εγγραφές [111 - 120]
διασαφητικός -ή -ό [δiasafitikós] Ε1 : διασαφηνιστικός: Φράση με διασαφητικό περιεχόμενο. διασαφητικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. διασαφητικός]

διαστροφή η [δiastrofí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαστρέφω. 1. αλλοίωση μιας βιολογικής, ψυχικής ή νοητικής λειτουργίας, έτσι ώστε να γίνει μη φυσιολογική: ~ του γούστου / του χαρακτήρα κάποιου. Πνευματική / ηθική / συναισθηματική ~. H εμπορική διαφήμιση έχει ως αποτέλεσμα όχι απλώς την καθοδήγηση, αλλά τη ~ των προτιμήσεων του καταναλωτή. (προφ.) Aυτό είναι / καταντάει ~, για υπερβολική σχολαστικότητα. || (ψυχιατρ.) ~ του γενετήσιου ενστίκτου ή σεξουαλική ~, απόκλιση από ό,τι θεωρείται σεξουαλικά ομαλό: H κτηνοβασία είναι σεξουαλική ~. 2 (σπάν.) η διαστρέβλωση.

[λόγ. < ελνστ. διαστροφή, αρχ. σημ.: `στρίψιμο΄]

διατροφή η [δiatrofí] Ο29 : 1α. η ενέργεια του διατρέφω: Ο τρόπος διατροφής των Ελλήνων έχει αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες. Φυτά κατάλληλα για τη ~ των ζώων. β. το σύνολο των τροφών που παίρνει καθημερινά ο άνθρωπος για να τραφεί: H σωστή / υγιεινή ~ πρέπει να περιλαμβάνει πρωτεΐνες και υδατάνθρακες. Kατάστημα με είδη διατροφής. || Πλήρης ~, το πρωινό και τα δύο κύρια γεύματα που παρέχονται σε ξενοδοχείο, πανσιόν κτλ. γ. το σύνολο των υλικών μέσων (τροφή, ρουχισμός, στέγη κτλ.) τα οποία είναι απαραίτητα για τη ζωή του ανθρώπου· συντήρησηI2α. 2. μηνιαία χρηματική αποζημίωση που καταβάλλει ο ένας από τους δύο συζύγους για τη συντήρηση των παιδιών ή και του άλλου συζύγου, σε περίπτωση διαζυγίου και ύστερα από δικαστική απόφαση: Tο δικαστήριο τής έβγαλε προσωρινή / την οριστική ~. H εργαζόμενη γυναίκα δεν έχει δικαίωμα διατροφής.

[λόγ.: 1: αρχ. διατροφή· 2: σημδ. γαλλ. pension alimentaire]

διαφημίζω [δiafimízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. με τη βοήθεια των μέσων μαζικής επικοινωνίας κάνω γνωστή την ύπαρξη ενός οικονομικού αγαθού και προβάλλω τις ιδιότητες και τα πλεονεκτήματά του, με σκοπό την εμπορική του επιτυχία: Οι επιχειρήσεις δαπανούν μεγάλα ποσά, για να διαφημίσουν τα προϊόντα τους. Στην τηλεόραση διαφημίζουν ένα καινούριο απορρυπαντικό / τα καταστήματα που έχουν προσφορές. Θεατρικό έργο που διαφημίστηκε πολύ, για το οποίο έγιναν πολύ καλές κριτικές. || (παθ.) διαφημίζω τα προϊόντα μου ή τις υπηρεσίες που προσφέρω: Οι εταιρείες αυτοκινήτων / τα τουριστικά γραφεία διαφημίζονται πολύ στις εφημερίδες και στα περιοδικά. 2. προβάλλω δημόσια ή σε έναν ευρύ κύκλο ανθρώπων τα προσόντα, τις ικανότητες ή τις επιτυχίες κάποιου, (συχνά επικριτικά ή ειρωνικά, όταν οι έπαινοι είναι υπερβολικοί ή στομφώδεις): H κυβέρνηση διαφημίζει το έργο της με κάθε τρόπο. Όπου πάει διαφημίζει τις αρετές των παιδιών της.

[λόγ. < ελνστ. διαφημίζω `κάνω ευρύτερα γνωστό΄]

διαφήμιση η [δiafímisi] Ο33 : 1α. η ενέργεια του διαφημίζω1, η χρησιμοποίηση των μέσων μαζικής επικοινωνίας για να γίνει γνωστό στους καταναλωτές ένα οικονομικό αγαθό, με σκοπό την εμπορική του επιτυχία: Εταιρεία που αναλαμβάνει τη ~ προϊόντων ή υπηρεσιών από το ραδιόφωνο / την τηλεόραση / τις εφημερίδες / τα περιοδικά. ~ με αφίσες / με φωτεινές επιγραφές. Aπαγορεύεται η ~ των τσιγάρων στην τηλεόραση. Tμήμα διαφήμισης, σε μια επιχείρηση, εταιρεία κτλ. Aσχολείται με τη ~. Σπουδάζει ~. ΦΡ γκρίζα* ~. λευκή* ~. || Πολιτική ~, με την οποία τα κόμματα προσπαθούν να κερδίσουν την ψήφο των πολιτών σε προεκλογική περίοδο. β. ταινία, αφίσα ή οποιοδήποτε άλλο οπτικό ή ηχητικό μέσο με το οποίο γίνεται η διαφήμιση: H τηλεόραση έχει / βάζει πολλές διαφημίσεις. Οι πολλές διαφημίσεις κουράζουν τον τηλεθεατή. Άκουσα μια ωραία / μια έξυπνη ~ στο ραδιόφωνο. 2. (σπάν.) συχνά επικριτικά ή ειρωνικά, η προβολή των ικανοτήτων και των προσόντων ενός ατόμου: Kάνει μεγάλη ~ στους συνεργάτες του / στο γιο του. Είναι σεμνός άνθρωπος και δεν του αρέσει να κάνει ~ του έργου του.

[λόγ. διαφημι- (διαφημίζω) -σις > -ση]

διαφημιστής ο [δiafimistís] Ο7 θηλ. διαφημίστρια [δiafimístria] Ο27 : 1. αυτός που αναλαμβάνει τη διαφήμιση εμπορικών προϊόντων, ως ιδιοκτήτης ή ως υπάλληλος διαφημιστικής εταιρείας: Εργάζεται ως ~. 2. (συνήθ. ειρ.) αυτός που συστηματικά επαινεί κπ. σε έναν ευρύ κύκλο ανθρώπων.

[λόγ. διαφημισ- (διαφημίζω) -τής· λόγ. διαφημισ(τής) -τρια]

διαφημιστικός -ή -ό [δiafimistikós] Ε1 : 1α. που ασχολείται με τη διαφήμιση εμπορικών προϊόντων: Διαφημιστική εταιρεία. Διαφημιστικό γραφείο. ~ πράκτορας. β. που γίνεται ή που χρησιμοποιείται για διαφήμιση: Διαφημιστική εκπομπή / αφίσα / προσφορά. Διαφημιστικό πρόγραμμα / φιλμ. Διαφημιστικά μέσα / φυλλάδια. Διαφημιστική σφήνα, διαφήμιση που παρεμβάλλεται σε ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές. Διαφημιστικά μηνύματα, διαφημίσεις στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση. Διαφημιστική εκστρατεία, συντονισμένη και έντονη διαφήμιση ενός προϊόντος. 2. (σπάν., ειρ.) που έχει σχέση με την προβολή των ικανοτήτων και της αξίας ενός δημόσιου συνήθ. προσώπου. διαφημιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. διαφημιστ(ής) -ικός]

δίγραφος -η -ο [δíγrafos] Ε5 : (γλωσσ.) για συνδυασμό δύο γραμμάτων που παριστάνουν ένα φθόγγο· δίψηφος: Δίγραφα φωνήεντα, ου, αι, ει, οι, υι. Δίγραφα σύμφωνα, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ.

[λόγ. < γαλλ. digraphe < di- = δι- 1 + -graphe = -γραφος]

δίκορφος -η -ο [δíkorfos] Ε5 : α. που έχει δύο κορυφές. β. για κπ. που τα μαλλιά του σχηματίζουν δύο κορυφές.

[α: δι- 1 + κορφ(ή) -ος ή αρχ. δικόρυφος με συγκ. του άτ. [i] κατά το κορυφή > κορφή· β: λόγ. < αρχ. δικόρυφος και αλλ. κατά το δίκορφος]

δίμορφος -η -ο [δímorfos] Ε5 : που παρουσιάζεται με δύο διαφορετικές μορφές. α. (βιολ.) Δίμορφο άνθος. β. (γραμμ.) διπλόμορφος.

[λόγ.: β: ελνστ. δίμορφος `με διπλή μορφή΄· α: σημδ. γαλλ. dimorphe < di- = δι- 1 + -morphe = -μορφος]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...40   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες