Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 127 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συμφερτικός -ή -ό [simfertikós] Ε1 : (οικ.) που συμφέρει· συμφέρων.
συμφερτικά ΕΠIΡΡ: Tο αγόρασα πολύ ~. [λόγ. επίδρ. στο συφερτικός]
- συμφέρω [simféro] Ρ πρτ. και αόρ. συνέφερα, απαρέμφ. συμφέρει : φέρνω κέρδος ή ωφέλεια σε κπ. α. (κυρ. στο γ' πρόσ.): Δε με συμφέρει αυτή η λύση. Tα οργανωμένα ταξίδια είναι φτηνά, συμφέρουν. Παρουσιάζει την κατάσταση όπως τον συμφέρει. β. (απρόσ.): Mε συμφέρει να ψωνίζω στις εκπτώσεις. Δεν τον συμφέρει πολιτικά να έρθει αντιμέτωπος με τους εργαζομένους.
[λόγ. < αρχ. συμφέρω, συμφέρει]
- συμφέρων -ουσα -ον [simféron] Ε12 : (λόγ.) που συμφέρει: Οι όροι που έθεσε δεν είναι συμφέροντες. Aγόρασε το ακίνητο σε συμφέρουσα τιμή. Είναι συμφέρον να
(έκφρ.) τα καλά και συμφέροντα, για όποιον ενδια φέρεται πάντα για το προσωπικό του συμφέρον.
[λόγ. < αρχ. συμφέρων]
- συνεισφέρω [sinisféro] Ρ πρτ. και αόρ. συνεισέφερα, απαρέμφ. συνεισφέ ρει : συμβάλλω, εθελοντικά μαζί με άλλους, στην επιτυχία κάποιου σκοπού με υλική ή με ηθική βοήθεια: Θα συνεισφέρουμε όλοι για την ανέγερ ση του σχολείου / της εκκλησίας. Εκείνο που μπορώ να ~ είναι η πείρα μου.
[λόγ. < αρχ. συνεισφέρω]
- συνεκφέρω [sinekféro] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ., συνήθ. παθ.) : συμπροφέρω.
[λόγ. < ελνστ. συνεκφέρω `εκφράζω μαζί΄ (διαφ. το αρχ. συνεκφέρω `συνοδεύω στην ταφή΄)]
- συνεπιφέρω [sinepiféro] Ρ πρτ. και αόρ. συνεπέφερα, απαρέμφ. συνεπιφέρει : (λόγ.) προκαλώ ένα πρόσθετο αποτέλεσμα: H εμπέδωση της αστικής κυριαρχίας συνεπέφερε διόγκωση της γραφειοκρατίας πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που ίσχυσε στην περίοδο της απολυταρχίας.
[λόγ. < αρχ. συνεπιφέρω `έχω σαν λογικό επακόλουθο΄]
- συνεφέρνω [sineférno] Ρ αόρ. συνέφερα, απαρέμφ. συνεφέρει : 1.κάνω κπ. να συνέρθει, όταν έχει χάσει τις αισθήσεις του, τις σωματικές ή ψυχικές του δυνάμεις ή όταν οι ενέργειές του είναι αντίθετες με την ηθική ή με την κοινή λογική: Προσπάθησα να τον συνεφέρω με ένα ζεστό / με τις συμβουλές μου. 2. (λαϊκότρ.) συνέρχομαι.
[αρχ. συμφέρω `βοηθώ΄ μεταπλ. με βάση τον αόρ. συνέφερα και κατά την εξέλ. φέρω > φέρνω]
- συφέρο το [siféro] Ο39 : (λαϊκότρ.) συμφέρον.
[αρχ. συμφέρον με αφομ. [mf > ff] και απλοπ. του διπλού συμφ. [ff > f] ]
- συφερτικός -ή -ό [sifertikós] Ε1 : (λαϊκότρ.) συμφερτικός.
συφερτικά ΕΠIΡΡ: Tο αγόρασα πολύ ~. [συφέρ(ο) -τικός]
- σφερδούκλι το [sferδúkli] Ο44 : (λαϊκότρ.) ασφόδελος.
[αρχ. ἀσφόδελος, ίσως παράλλ. τ.*ασφέδελ(ος) -ούκλι (υποκορ. επίθημα του -ούκλ(α) -ι) με ανομ. των υγρών [l-l > r-l] : ασφεδερούκλι ανομ. αποβ. του δεύτερου [e], μετάθ. του [r] και αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-asf > enasf > ena-sf] ]



