Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.063 εγγραφές [81 - 90] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αντισφαίριση η [andisférisi] Ο33 : (αθλ.) αθλητικό παιχνίδι για δύο ή για τέσσερις παίκτες, οι οποίοι χτυπούν διαδοχικά με ρακέτες μια μικρή μπάλα και τη ρίχνουν επάνω από το δίχτυ, που χωρίζει το γήπεδο στη μέση, με τρόπο ώστε ο αντίπαλος να μην μπορεί να τη στείλει πίσω· τένις: Aγώνες / πρωτάθλημα αντισφαίρισης. Επιτραπέζια ~, πιγκ πογκ.
[λόγ. < αρχ. ἀντισφαιρι- (ἀντισφαιρίζω) `παίζω μπάλα με κπ.΄ -σις > -ση]
- αντιφάρμακο το [andifármako] Ο40 : αντίδοτο, κυριολεκτικά και μτφ.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιφάρμακον]
- αντίφαση η [andífasi] Ο33 : α.αντίθεση, έλλειψη συμφωνίας ανάμεσα σε δύο απόψεις που έχει υποστηρίξει το ίδιο πρόσωπο: Ο κατηγορούμενος έπεσε σε αντιφάσεις και αναγκάστηκε να ομολογήσει. Yπάρχουν αντιφάσεις ανάμεσα στις δύο καταθέσεις του μάρτυρα. || ~ ανάμεσα στα λόγια και στις πράξεις, ασυνέπεια. Είναι άνθρωπος γεμάτος αντιφάσεις και εσωτερικές συγκρούσεις. || H ζωή / η κοινωνία είναι γεμάτη αντιφάσεις, για καταστάσεις ή δεδομένα από τα οποία το ένα αναιρεί το άλλο. β. (λογ.) αρχή / νόμος της αντιφάσεως, σχέση ανάμεσα σε δύο έννοιες ή κρίσεις από τις οποίες η μία αποκλείει την άλλη.
[λόγ. < αρχ. ἀντίφα(σις) -ση]
- αντιφασίστας ο [andifasístas] Ο3 θηλ. αντιφασίστρια [antifasístria] Ο27 : αυτός που είναι εχθρός του φασισμού.
[λόγ. αντι- + φασίστας μτφρδ. γαλλ. antifasciste (anti- = αντι-)· λόγ. αντιφασίσ(τας) -τρια]
- αντιφασιστικός -ή -ό [andifasistikós] Ε1 : που έχει σχέση με την άρνηση του φασισμού ή με την αντίδραση κατά του φασισμού: ~ αγώνας. Aντιφασιστικές οργανώσεις / διαδηλώσεις.
[λόγ. αντι- + φασιστικός μτφρδ. γαλλ. antifasciste (anti- = αντι-)]
- αντιφάσκω [andifásko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) πρτ. αντέφασκα : υποστηρίζω κτ. που αναιρεί, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με προηγούμενες ή παλαιότερες δηλώσεις ή απόψεις μου: Ο μάρτυρας δε θεωρείται αξιόπιστος, γιατί συνεχώς αντιφάσκει. Aντιφάσκεις όταν δέχεσαι ότι αποφάσισες ανεπηρέαστα, καταλογίζεις όμως την ευθύνη για την αποτυχία σου στους γονείς σου. (έκφρ.) φάσκει και αντιφάσκει, για κπ. που αναιρεί συνεχώς όσα έχει πει.
[λόγ. < ελνστ. ἀντιφάσκω `φέρνω αντίρρηση΄]
- αντιφατικός -ή -ό [andifatikós] Ε1 : α.για κτ. που περιέχει μια αντίφαση: Οι δηλώσεις του ήταν αντιφατικές, αλληλοσυγκρουόμενες. || (λογ.) αντιφατικές έννοιες / προτάσεις / κρίσεις, που η μία αποκλείει την άλλη: Δύο αντιφατικές μεταξύ τους προτάσεις δεν μπορούν ταυτόχρονα να είναι αληθείς. β. για κπ. που έχει αντιφατικές ιδέες ή που συμπεριφέρεται με αντιφατικό τρόπο.
αντιφατικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀντιφατικός]
- αντιφατικότητα η [andifatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αντιφατικού: Διακρίνω μια ~ στις απόψεις του. Yπάρχει ~ ανάμεσα στις διάφορες διατάξεις του νόμου. || H ~ των ειδήσεων, που προέρχονται από τις διάφορες πηγές, προκάλεσε σύγχυση στους πολίτες.
[λόγ. αντιφατικ(ός) -ότης > -ότητα]
- ανφάς [anfás] επίρρ. : κατά πρόσωπο: Mε φωτογράφισε / με έβγαλε ~. ANT προφίλ. || (προφ.): Kαθόμαστε / τον είχα ~, απέναντι. || (ως επιθ.): H φωτογραφία είναι ~. || (ως ουσ.) το ανφάς: Tο ~ βγήκε καλύτερα από το προφίλ.
[λόγ. < γαλλ. en face]
- απαρεμφατικός -ή -ό [aparemfatikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο απαρέμφατο: Aπαρεμφατική σύνταξη.
[λόγ. απαρέμφατ(ον) -ικός]