Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1.063 εγγραφές [981 - 990] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φασκελώνω [faskelóno] -ομαι Ρ1 : μουντζώνω: Tον φασκέλωσα και με τα δυο μου χέρια.
[μσν. σφακελώνω < σφάκελ(ος) -ώνω με μετάθ. του [s] κατά το σφάκελος > φάσκελο]
- φασκιά η [faská] Ο24 : πλατιά λωρίδα υφάσματος με την οποία τύλιγαν τα βρέφη: Είναι μωρό στις φασκιές ακόμα.
[ελνστ. φασκία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < λατ. fasc(ia) ( [fá-] ) -ία]
- φάσκιωμα το [fáskoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φασκιώνω. 1. το τύλιγμα του βρέφους με φασκιές. 2. το τύλιγμα, η επίδεση τραυματισμένου μέλους του σώματος. 3. (μτφ.) υπερβολικά βαρύ ντύσιμο.
[φασκιώ(νω) -μα]
- φασκιώνω [faskóno] -ομαι Ρ1 : 1. τυλίγω ένα βρέφος με φασκιές. 2. τυλί γω, επιδένω ένα τραυματισμένο μέλος του σώματος (ιδ. χέρι, πόδι, κεφά λι): Tρόμαξα καθώς τον είδα με το κεφάλι φασκιωμένο. 3. (μτφ.) ντύνω κπ. υπερβολικά βαριά.
[μσν. φασκιώνω < ελνστ. φασκι(ῶ) -ώνω]
- φασκομηλιά η [faskomilá] Ο24 : φυτό ποώδες, με φαρμακευτικές ιδιότητες· φασκόμηλο.
[μσν. φασκομηλιά < φασκόμηλ(ο) -ιά]
- φασκόμηλο το [faskómilo] Ο41 : 1. το αφέψημα που παράγεται από τη φασκομηλιά και που χρησιμοποιείται είτε ως ρόφημα είτε και για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες. 2. η φασκομηλιά.
[μσν. *φασκόμηλο (πρβ. μσν. φασκομηλιά) < αρχ. σφάκ(ον) (ίδ. σημ.) -ο- + μήλο και μετάθ. του [s] ]
- φάσκω [fásko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (απαρχ.) μόνο στην έκφραση φάσκει και αντιφάσκει*.
[λόγ. < αρχ. φάσκω]
- φάσμα το [fázma] Ο48 : I. προσωποποιημένη, επικρεμάμενη απειλή, συμφορά, κίνδυνος· φάντασμα: Tο ~ της πείνας / του πολέμου / της πυρηνικής καταστροφής πλανιέται στον κόσμο. Tο ~ της ήττας / του τρόμου. II. τάξη, πεδίο συγκροτημένο (με βάση κάποιο κοινό χαρακτηριστικό) σε σύνολο, τα στοιχεία του οποίου χαρακτηρίζονται από (μικρή ή μεγάλη) ποικιλία, διαφορετικότητα: Ευρύ ~ απόψεων / θεμάτων / πολιτικών δυνάμεων. || Aντιβιοτικά ευρέος φάσματος, που καλύπτουν πολλές περιπτώσεις προσβολής από μικρόβια. III. (φυσ.) ευρεία και συνεχής περιοχή συχνοτήτων, μέσα στην οποία τα κύματα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστι κό: ~ ραδιοσυχνοτήτων / ~ απορροφήσεως / εκπομπής / μάζας. Yπέρυθρο / μοριακό ~. || Hλιακό ~, πολύχρωμη φωτεινή λωρίδα που περιέχει διαδοχικά τα απλά χρώματα, στα οποία αναλύεται το ηλιακό φως, όταν περνάει μέσα από κρυσταλλικό πρίσμα. || Aκουστικό ~, το φάσμα των συχνοτήτων των ακουστικών κυμάτων. || Hλεκτρικό / μαγνητικό ~, η απεικόνιση των δυναμικών / μαγνητικών γραμμών ενός ηλεκτρικού / μαγνητικού πεδίου. || (βοτ.) Bλαστικό / βιολογικό ~, η εκατοστιαία σύνθεση των βλαστικών μορφών της χλωρίδας μιας περιοχής. || (αστρον.) ~ ηλιακών κηλίδων / πολικού σέλαος / των νεφελοειδών.
[λόγ.: Ι: αρχ. φάσμα· ΙΙ, ΙΙΙ: σημδ. γαλλ. spectre]
- φασματικός -ή -ό [fazmatikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στο φάσμα (στις σημ. II, III): Φασματική ανάλυση / γραμμή.
[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ικός μτφρδ. γαλλ. spectral (διαφ. το μσν. φασματικός `φανταστικός΄)]
- φασματόγραμμα το [fazmatóγrama] Ο49 : το φασματογράφημα.
[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ο- + γράμμα μτφρδ. γαλλ. spectrogramme]