Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %φα%
1.063 εγγραφές [1041 - 1050]
φωτοστέφανο το [fotostéfano] Ο41 & φωτοστέφανος ο [fotostéfanos] Ο20 : 1. φωτεινός κύκλος που περιβάλλει τα κεφάλια των αγίων σε εικόνες, σε αγιογραφίες. 2. (μτφ.) η αίγλη, η δόξα: Περιβλήθηκε το ~ του ήρωα / του μάρτυρα.

[λόγ. φωτο- 1 + στέφανος μτφρδ. γερμ. Strahlenkranz και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

φωτόσφαιρα η [fotósfera] Ο27 : (αστρον.) η εξωτερική φωτεινή περιοχή που ορίζει τη φαινομενική περίμετρο του Hλίου και των άστρων.

[λόγ. < γαλλ. photosphère < photo- = φωτο- 1 + sphère = σφαίρα]

χαλιφάτο το [xalifáto] Ο39 : 1.το αξίωμα και η εξουσία του χαλίφη. 2. κράτος που το κυβερνούσε χαλίφης.

[λόγ. < ιταλ. califfato (δες χαλίφης)]

χαραμοφάης ο [xaramofáis] Ο11 θηλ. χαραμοφάισσα [xaramofáisa] Ο27α : άνθρωπος τεμπέλης που δε δουλεύει και που τον τρέφουν άλλοι. || (επέκτ.) αυτός που δεν αποδίδει όσο πρέπει στη δουλειά του, που η αμοι βή του είναι δυσανάλογα μεγάλη με την απόδοσή του.

[χαράμ(ι) -ο- + φα- (τρώω) -ης μτφρδ. τουρκ. (διαλεκτ.) haramιιcι· χαραμοφά(ης) -ισσα]

χειροσφαίριση η [xirosférisi] Ο33 : αθλητικό παιχνίδι ανάλογο με το ποδόσφαιρο, με τη διαφορά ότι την μπάλα την πετούν με τα χέρια· χάντμπολ.

[λόγ. χειρο- + αρχ. σφαίρι(σις) `παίξιμο με μπάλα΄ -ση μτφρδ. αγγλ. handball]

χοντροκεφαλιά η [xondrokefaá] Ο24 : η ιδιότητα του χοντροκέφαλου.

[χοντροκέφαλ(ος) -ιά]

χοντροκέφαλος -η -ο [xondrokéfalos] Ε5 : (οικ.) 1. για κπ. που δύσκολα μαθαίνει ή καταλαβαίνει κτ. 2. ισχυρογνώμονας.

[χοντρο- + κεφάλ(ι) -ος]

χορτοφαγία η [xortofajía] Ο25 : ο τρόπος διατροφής του χορτοφάγου.

[λόγ. χορτοφάγ(ος) -ία]

χορτοφάγος -α / -ος -ο [xortofáγos] Ε14 : που τρέφεται αποκλειστικά με φυτικές τροφές: Xορτοφάγα ζώα. || (για άνθρ.) που συνηθίζει να τρώει χόρτα και λαχανικά. || (συνήθ. ως ουσ.): Εστιατόριο ειδικό για χορτοφάγους.

[λόγ. < μσν. χορτοφάγος `ζώο που τρώει χορτάρι΄ < χορτο- + -φάγος σημδ. αγγλ. vegetarian· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

χρυσελεφάντινος -η -ο [xriselefándinos] Ε5 : που για την κατασκευή του έχουν χρησιμοποιήσει κυρίως χρυσό και ελεφαντόδοντο: H χρυσελεφάντινη ασπίδα του Φιλίππου B'. Tο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Aθηνάς / του Δία.

[λόγ. < ελνστ. χρυσελεφάντινος]

< Προηγούμενο   1... 103 104 [105] 106 107   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες