Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1.063 εγγραφές [1011 - 1020] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φάτνη η [fátni] Ο30 : 1. (λόγ.) το παχνί. 2α. η φάτνη στην οποία, κατά τη χριστιανική παράδοση, τοποθετήθηκε ο Xριστός, όταν γεννήθηκε, και με επέκταση το οίκημα στο οποίο γεννήθηκε: H ~ της Bηθλεέμ. β. κάθε κατασκευή που αναπαριστάνει το χώρο της γέννησης του Xριστού (το στάβλο, τα πρόσωπα και τα ζώα): Στην πλατεία στήθηκε μια ~.
[λόγ. < αρχ. φάτνη]
- φατνιακός -ή -ό [fatniakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στα φατνία: Φατνιακή απόφυση. Φατνιακό τόξο / πέταλο. || (γλωσσ.) Φατνιακά σύμφωνα και ως ουσ. τα φατνιακά, οι φθόγγοι που σχηματίζονται με την άκρη της γλώσσας να ακουμπάει στα φατνία των επάνω δοντιών· (πρβ. οδοντικός).
[λόγ. φατνί(ον) -ακός μτφρδ. γαλλ. alvéolaire]
- φατνίο το [fatnío] Ο39 : καθένα από τα οστέινα κοιλώματα των σαγονιών μέσα στα οποία είναι στερεωμένα τα δόντια (με τις ρίζες τους): Οδοντικά φατνία.
[λόγ. < ελνστ. φατνίον]
- φατνοοδοντικός -ή -ό [fatnooδondikós] Ε1 : (γλωσσ.) Φατνοοδοντικά σύμφωνα και ως ουσ. τα φατνοοδοντικά, οι φθόγγοι που σχηματίζονται με την άκρη της γλώσσας να ακουμπάει στην περιοχή από τα φατνία μέχρι τα επάνω δόντια.
[λόγ. φατν(ιακός) -ο- + οδοντικός μτφρδ. γαλλ. alvéodental]
- φατνοουρανικός -ή -ό [fatnouranikós] Ε1 : (γλωσσ.) Φατνοουρανικά σύμφωνα και ως ουσ. τα φατνοουρανικά, οι φθόγγοι που σχηματίζονται με το μπροστινό μέρος της γλώσσας να ακουμπάει στην περιοχή ανάμεσα στα φατνία και στον ουρανίσκο.
[λόγ. φατν(ιακός) -ο- + ουρανικός μτφρδ. γαλλ. alvéo palatal]
- φάτνωμα το [fátnoma] Ο49 : το καθένα από τα τετραγωνικά ανοίγματα (κοιλώματα) που δημιουργούν οι διασταυρώσεις των δοκών μιας οροφής: H οροφή αποτελείται από ένα πλέγμα δοκών, που σχηματίζουν μικρά και μεγάλα φατνώματα. || (επέκτ.) η καθεμιά από τις πλάκες που καλύπτουν αυτά τα ανοίγματα.
[λόγ. < αρχ. φάτνωμα]
- φατνωτός -ή -ό [fatnotós] Ε1 : 1. που έχει φατνώματα (κοιλώματα): Φατνωτή οροφή. 2. που τον έχουν καλύψει, διακοσμήσει με φατνώματα (πλάκες).
[λόγ. < ελνστ. φατνωτός]
- φατρία η [fatría] Ο25 : άτομα που συγκροτούνται σε ομάδα με βάση στενότερα συμφέροντα, τα οποία προωθούν με κάθε τρόπο (χωρίς ήθος ή και παράνομα) συνήθως σε βάρος ενός ευρύτερου συνόλου· κλίκα: Kομματικές / πολιτικές φατρίες. Mέσα στα υπουργεία / στα κόμματα / στις παρατάξεις υπάρχουν φατρίες που αλληλοσπαράζονται.
[λόγ. < ελνστ. φατρία `αδελφότητα΄ (αρχ. φρατρία) σημδ. αγγλ. clan]
- φατριάζω [fatriázo] Ρ2.1α : ανήκω σε φατρία, δρω στα πλαίσιά της.
[λόγ. < αρχ. φρατριάζω `ανήκω σε αδελφότητα΄ (ελνστ. φατριάζω, σημ.: `συνωμοτώ΄) κατά την αλλ. της σημ. της λ. φατρία & σημδ. αγγλ. clan]
- φατριασμός ο [fatriazmós] Ο17 : η συγκρότηση φατρίας και η δράση στα πλαίσιά της: H φαγωμάρα και ο ~ δε μας αφήνουν να σηκώσουμε κεφά λι.
[λόγ. < ελνστ. φ(ρ)ατριασμός `συνωμοσία΄ κατά τη σημ. της λ. φατρία]



