Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %φα%
1.063 εγγραφές [1001 - 1010]
φασουλάδα η [fasuláδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) φασολάδα.

[φασούλ(ι) -άδα]

φασουλάκι το [fasuláki] Ο44α : (λαϊκότρ.) φασολάκι.

[φασούλ(ι) -άκι]

φασουλής ο [fasulís] Ο8 : 1. όνομα κεντρικού προσώπου στο κουκλοθέατρο. || (επέκτ., παρωχ.) το κουκλοθέατρο. 2. (μτφ.) α. άτομο αστείο, που κάνει τους άλλους να γελούν· γελωτοποιός: Έκανε το φασουλή για να γελάει η παρέα. β. άτομο γελοίο, χωρίς σοβαρότητα και κύρος: Είναι ένας ~, που κανένας δεν τον παίρνει στα σοβαρά.

[φασούλ(ι) -ής]

φασούλι το [fasúli] Ο44 : 1. (προφ., λαϊκότρ.) φασόλι. ΠAΡ ~ το ~ γεμίζει το σακούλι, η συστηματική αποταμίευση μικρών ποσοτήτων οδηγεί στη δημιουργία μεγάλου αποθέματος. 2. στις ΦΡ βγάζω ένα / καινούριο ~, δημιουργώ απροσδόκητα, ξαφνικά ένα καινούριο (συνήθ. ενοχλητικό) θέμα, πρόβλημα. άλλο ~ πάλι κι αυτό!, καινούριο, απροσδόκητο πρόβλημα.

[1: μσν. φασούλιν < φασούλιον υποκορ. του ελνστ. φάσουλος ή ελνστ. φασίουλος < φασίολος (δες στο φασόλι) με τροπή [o > u] από επίδρ. του [l] · 2: ιταλ. αρσ. fasulo `ψεύτικος΄, πληθ. fasuli που θεωρήθηκε ουδ. εν. με παρετυμ. φασούλι1]

φαστφούντ το [fást fúd] Ο (άκλ.) : περιορισμένος αριθμός τυποποιημένων φαγητών που παρασκευάζονται και σερβίρονται γρήγορα. || (επέκτ.) κατά στημα που πουλά τέτοια φαγητά· φαστφουντάδικο.

[λόγ. < αγγλ. fast-food]

φαστφουντάδικο το [fastfudáδiko] Ο41 : είδος εστιατορίου που είναι ειδικευμένο στη γρήγορη παρασκευή και στο σερβίρισμα περιορισμένου αριθμού τυποποιημένων φαγητών: Ο γρήγορος ρυθμός της ζωής οδηγεί όλο και περισσότερο κόσμο στα φαστφουντάδικα.

[φαστφούντ -άδικο]

φαταλισμός ο [fatalizmós] Ο17 : η μοιρολατρία.

[λόγ. < γαλλ. fatalisme (-isme = -ισμός)]

φαταλιστής ο [fatalistís] Ο7 θηλ. φαταλίστρια [fatalístria] Ο27 : μοιρολά τρης.

[λόγ. < γαλλ. fataliste (-iste = -ιστής)· λόγ. φαταλισ(τής) -τρια]

φαταούλας ο [fataúlas] Ο3 : (οικ.) 1. άνθρωπος λαίμαργος, αχόρταγος. 2. (μτφ.) αυτός που τα θέλει όλα δικά του, άπληστος, αχόρταγος.

[φρ. φα (= φάε) τα + ούλ(α), ουδ. πληθ. του ούλος -ας]

φατικός -ή -ό [fatikós] Ε1 : (γλωσσ.) 1. που δηλώνει κατάφαση· βεβαιωτικός, καταφατικός: Φατικό μόριο. 2. Φατική λειτουργία της γλώσσας, η λειτουργία της γλώσσας που σκοπεύει στη δημιουργία επαφής μεταξύ των ομιλητών και όχι στη μετάδοση μηνύματος, π.χ.: «Tι κάνεις; - Kαλά, ευχαριστώ».

[λόγ.: 1: ελνστ. φατικός `μόνο με τα λόγια, όχι ειλικρινά΄ κατά τη σημ. του καταφατικός· 2: αγγλ. phatic < αρχ. φατ(ός) `που μπορεί να ειπωθεί΄ (θ. συγγ. του φημί `λέω΄) -ic = -ικός]

< Προηγούμενο   1... 99 100 [101] 102 103 ...107   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες