Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
75 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πτυχή η [ptixí] Ο29 : 1α. η μορφή που παίρνει η επιφάνεια ενός σώματος, ιδίως υφάσματος ή χαρτιού, όταν τη διπλώνουμε έτσι ώστε ένα τμήμα της να καλύπτει ένα άλλο: Οι πτυχές του φουστανιού / της κουρτίνας. Φαρδύ ρούχο που στη μέση σφίγγεται με ζώνη και σχηματίζει πτυχές. β. για ό,τι μοιάζει με πτυχή. (γεωλ.) ~ του εδάφους. (ανατ.) ~ του βλεννογόνου / του δέρματος. 2. (μτφ.) το καθένα από τα στοιχεία που συγκροτούν συνολικά ένα γεγονός, φαινόμενο κτλ.: Εξετάζει προσεκτικά κάθε ~ της υπόθεσης / του προβλήματος. Δεν υπάρχει ~ της κοινωνικής και πολιτικής ζωής που να μην επηρεάζεται από την έλλειψη δημοκρατίας.
[λόγ. < αρχ. πτυχή]
- πτυχιακός -ή -ό [ptixiakós] Ε1 : που αφορά το πτυχίο και ιδίως που γίνεται για την απόκτησή του: Πτυχιακή εργασία και ως ουσ. η πτυχιακή. Πτυχιακές εξετάσεις, οι τελικές εξετάσεις για την απόκτηση πτυχίου. Tα πτυχιακά μαθήματα, που εξετάζονται στις πτυχιακές εξετάσεις. || (ως ουσ.) τα πτυχιακά: Kόπηκε στα πτυχιακά.
[λόγ. πτυχί(ον) -ακός μτφρδ. γερμ. Diplom-]
- πτυχίο το [ptixío] Ο39 : επίσημος τίτλος με τον οποίο μία σχολή, ιδίως ανώτατη, βεβαιώνει ότι κάποιος έχει ολοκληρώσει τις σπουδές του σ΄ αυτήν καθώς και το σχετικό έγγραφο· (πρβ. δίπλωμα): ~ πανεπιστημίου / πολυτεχνείου. Παίρνει κάποιος το ~. Kάνει το γιατρό ενώ δεν έχει ~. ~ πλοιάρχου / ηλεκτρολόγου. Φωτοτυπία του πτυχίου. Έκαψαν τα πτυχία τους σε ένδειξη διαμαρτυρίας. || οι πτυχιακές εξετάσεις: Mαθήματα / βαθμός του πτυχίου. Είναι κάποιος στο ~.
[λόγ. πτυχ(ή) -ίον μτφρδ. γαλλ. diplἄme < λατ. diploma < αρχ. δίπλωμα (δες λ.) (πρβ. ελνστ. πτύχιον `πτυσσόμενη πινακίδα΄)]
- πτυχιούχος ο [ptixiúxos] Ο18 θηλ. πτυχιούχος [ptixiúxos] Ο35 : αυτός που είναι κάτοχος πτυχίου, αφού ολοκλήρωσε τις σχετικές σπουδές· (πρβ. διπλωματούχος): Είναι κάποιος ~ του πανεπιστημίου / του πολυτεχνείου. ~ μηχανικός / ηλεκτρολόγος / λογιστής.
[λόγ. πτυχί(ον) + -ούχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- πτυχώνω [ptixóno] -ομαι Ρ1 : κάνω κτ. να σχηματίζει πτυχή: Πτυχώνεται κτ., σχηματίζει μία ή περισσότερες πτυχές.
[λόγ. πτυχ(ή) -ώ > -ώνω]
- πτύχωση η [ptíxosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πτυχώνω: Οι πτυχώσεις του ρούχου. || (γεωλ.): Πτυχώσεις του εδάφους.
[λόγ. πτυχω- (δες πτυχώνω) -σις > -ση απόδ. γαλλ. pli]
- πτυχωτός -ή -ό [ptixotós] Ε1 : που σχηματίζει, που έχει πτυχές: ~ χιτώνας.
[λόγ. πτυχ(ή) -ωτός]
- συντυχαίνω [sintixéno] Ρ αόρ. σύντυχα, απαρέμφ. συντύχει : (λαϊκότρ., λογοτ.) συναντώ, ανταμώνω.
[μσν. συντυχάνω < αρχ. συντυγχάνω με αποβ. του [ŋ] πριν από [x] και μεταπλ. κατά το τυγχάνω > τυχαίνω]
- συντυχιά η [sintixá] Ο24 : (λαϊκότρ.) τυχαία συνάντηση. || σύμπτωση.
[αρχ. συντυχία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]
- τρίπτυχο το [tríptixo] Ο40 : 1. σύνολο από τρεις εικόνες που τις έχουν συνδέσει με τέτοιον τρόπο, ώστε τα δύο εξωτερικά φύλλα να διπλώνουν επάνω στο κεντρικό: Bυζαντινό ξυλόγλυπτο ~. 2. έγγραφο που αποτελείται από τρία φύλλα: Έβγαλα / έχω ~, άδεια οδήγησης που δίνει το δικαίωμα στον οδηγό ενός αυτοκινήτου να περάσει ελεύθερα μέσα από μια ξένη χώρα. 3. (μτφ.) σύνολο τριών εννοιών που συνδέονται μεταξύ τους: Tο ~ πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια. Tο ~ ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. τρίπτυχος σημδ. γαλλ. triptyque < αρχ. τρίπτυχος]