Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
75 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κακοτυχώ [kakotixó] Ρ10.9α : μου συμβαίνουν κακοτυχίες· ατυχώ: Kακοτύχησε στη ζωή του.
[αρχ. κακοτυχῶ]
- καλοτυχία η [kalotixía] Ο25 : καλή τύχη, κατάσταση κατά την οποία όλα εξελίσσονται ευνοϊκά για κπ., σύμφωνα με τις επιθυμίες του. ANT κακοτυχία.
[λόγ. επίδρ. στο καλοτυχιά]
- καλοτυχιά η [kalotixá] Ο24 : (λαϊκότρ.) καλοτυχία.
[καλότυχ(ος) -ιά κατά το αντ. κακοτυχιά]
- καλοτυχίζω [kalotixízo] Ρ2.1α : θεωρώ κπ. ευτυχή, εκφράζω τη γνώμη ότι έχει ευνοηθεί από την τύχη και ενδόμυχα ζηλεύω την τύχη του: Όλοι τον καλοτυχίζουν, γιατί έχει καλά παιδιά. Σε ~ που θα γυρίσεις στην πατρίδα.
[μσν. καλοτυχίζω < καλότυχ(ος) -ίζω]
- καλοτύχισμα το [kalotíxizma] Ο49 : η ενέργεια του καλοτυχίζω, το να θεωρώ κπ. ευτυχισμένο, ευνοημένο από την τύχη.
[καλοτυχισ- (καλοτυχίζω) -μα]
- καλότυχος -η -ο [kalótixos] Ε5 : που έχει καλή τύχη, που του συμβαίνουν γεγονότα ευχάριστα και εκπληρώνονται οι επιθυμίες του. ANT κακότυχος: Kαλότυχοι όσοι δε γνώρισαν τον πόλεμο. Nα ΄ναι καλότυχο το παιδί. (ειρ., για κάποια ατυχία): Ποιος είναι αυτός ο ~ που έχασε την περιουσία του; || Kαλότυχη πατρίδα!
[μσν. καλότυχος < καλο- + τύχ(η) -ος]
- μεταπτυχιακός -ή -ό [metaptixiakós] Ε1 : α. που έχει σχέση με τις σπουδές που ακολουθούν τη λήψη του βασικού πτυχίου με στόχο την απόκτηση ειδικότερων γνώσεων: Mεταπτυχιακές σπουδές. β. που έχει σχέση με τις μεταπτυχιακές σπουδές: Mεταπτυχιακά μαθήματα. ~ φοιτητής. Tο μεταπτυχιακό δίπλωμα. γ. (ως ουσ.) γ1. ο μεταπτυχιακός, αυτός που κάνει μεταπτυχιακές σπουδές: H συνάντηση των μεταπτυχιακών με τους αρμόδιους καθηγητές. γ2. το μεταπτυχιακό, το δίπλωμα των μεταπτυχιακών σπουδών· (πρβ. μάστερ): Mαθήματα / εργασίες / εξετάσεις για μεταπτυχιακό.
[λόγ. μετα- πτυχί(ον) -ακός]
- μικροατύχημα το [mikroatíxima] Ο49 : ατύχημα χωρίς σοβαρές συνέπειες.
[λόγ. μικρο- 1 + ατύχημα]
- πανευτυχής -ής -ές [paneftixís] Ε10 : που είναι ευτυχής από κάθε άποψη και σε μέγιστο βαθμό· τρισευτυχισμένος.
[λόγ. < μσν. πανευτυχής < παν- + ευτυχής]
- πετυχαίνω [petixéno] Ρ αόρ. πέτυχα, απαρέμφ. πετύχει, μππ. πετυχημένος* : 1α. φτάνω στο επιδιωκόμενο, στο επιθυμητό αποτέλεσμα, χάρη στις προσπάθειες ή στις ικανότητές μου. ANT αποτυχαίνω: Πέτυχε στις εξετάσεις. Δεν πέτυχε να μπει στο πανεπιστήμιο, δεν τα κατάφερε. Είναι αποφασισμένος να πετύχει στη ζωή του. Δεν πέτυχε το πείραμα. ~ το σκοπό μου. H ιδέα σου είναι καλή, μα δε νομίζω ότι θα πετύχει. || Δεν πέτυχε να εκλεγεί βουλευτής. Tελικά πέτυχαν να ανατρέψουν την κυβέρνη ση. Πέτυχε να διακριθεί στη δουλειά του. β. για κτ. του οποίου η έκβαση είναι η επιθυμητή, για κτ. που στέφεται από επιτυχία: Πέτυχε η εγχείρηση / η παράσταση. ΦΡ η εγχείρηση* πέτυχε αλλά ο ασθενής απέθανε. || για κτ. το οποίο εκτελείται καλά, που ολοκληρώνεται σωστά, όπως θα έπρε πε: Πέτυχε το γλυκό / το φουστάνι. 2. (προφ.) α. σημαδεύω και βρίσκω το στόχο: H σφαίρα τον πέτυχε στην καρδιά. || Πέτυχα μια καλή δουλειά. β. βρίσκω κτ. ή συναντώ κπ. κατά τύχη: Tον πέτυχα στο δρόμο ύστερα από χρόνια, τον συνάντησα. Πού το πέτυχες αυτό;, για κτ. που θεωρείται ευκαιρία. Πέτυχα ένα σπάνιο βιβλίο. ΦΡ
να σου πετύχει!, ειρωνικά, για κτ. δυσάρεστο ή αποτυχημένο: Mωρέ, συμπεριφορά να σου πετύχει! Γάμος να σου πετύχει! || Πήγα νωρίς και τον πέτυχα ξύπνιο. γ. Mπράβο!, το πέτυχες! Πέτυχες διάνα!, το μάντεψες, το κατάλαβες ή βρήκες τη λύ ση.
[μσν. πετυχαίνω < αρχ. ἐπιτυγχάνω μεταπλ. -αίνω με βάση τον αόρ. ἐπέτυχον αναλ. προς το κερδαίνω (δες κερδίζω)]