Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 75 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- επιτυχών -ούσα -όν [epitixón] Ε12α : (λόγ.) που έχει επιτύχει. ANT αποτυχών: Ένας ~ υποψήφιος. || (ως ουσ.) ο επιτυχών, θηλ. επιτυχούσα, αυτός που έχει επιτύχει: Οι επιτυχόντες στις εξετάσεις. Kατάλογος επιτυχόντων.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτυχών μτχ. αορ. του ρ. ἐπιτυγχάνω]
- ευτύχημα το [eftíxima] Ο49 : γεγονός πολύ ευχάριστο, περίπτωση ή σύμπτωση πολύ ευνοϊκή, στις εκφράσεις το ~ είναι / είναι ~ (ότι)
ANT το δυστύχημα είναι / είναι δυστύχημα (ότι)
: Tο ~ είναι ότι σώθηκαν όλοι οι ναυαγοί. Ήταν ~ που δεν πούλησα το σπίτι / που είχε τόσο καλούς δασκάλους. Δεν επικράτησε η άποψή του, και ήταν ~. έχω το ~ να
, έχω την ευτυχία να
[λόγ. < αρχ. εὐτύχημα]
- ευτυχής -ής -ές [eftixís] Ε10 : 1α.(για πρόσ.) ευτυχισμένος1α. ANT δυστυχής: Ήταν ~ σε όλη του τη ζωή. || τυχερός: Ευτυχείς οι γονείς που έχουν καλά παιδιά. ~ όποιος δε γνώρισε πολέμους και προσφυγιά. β. ευχαριστημένος, σε τυποποιημένες εκφράσεις ευγένειας: Είμαι ιδιαίτερα ~ που σας γνωρίζω / που σε ξαναβλέπω. Θα ήμουνα ~, αν μπορούσα να σας βοηθήσω. 2α. για χρονική περίοδο κατά την οποία συμβαίνουν πολ λά ευχάριστα γεγονότα· ευτυχισμένος2α. ANT δυστυχής: Mαζί της έζησε τα ευτυχέστερα χρόνια της ζωής του. (λόγ. ευχή) ευτυχές το νέον έτος. β. για κτ. που είναι σύμφωνο με τις επιθυμίες, με τις επιδιώξεις κάποιου. ANT ατυχής: Οι προσπάθειές του είχαν ευτυχή κατάληξη. Ήταν μια ~ σύμπτωση. Ευτυχές γεγονός, συνήθ. όταν αναφερόμαστε σε εγκυμοσύνη ή σε γέννηση: Περιμένει ευτυχές γεγονός. H αναγγελία του ευτυχούς γεγονότος. || πολύ πετυχημένος, σωστός: Είχε την ευτυχή έμπνευση να
H επιλογή του δεν ήταν ιδιαίτερα ~.
ευτυχώς* ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1α: αρχ. εὐτυχής· 1β: σημδ. γαλλ. heureux· 2: σημδ. αγγλ. happy]
- ευτυχία η [eftixía] Ο25 : 1.κατάσταση βαθιάς και διαρκούς ικανοποίησης, που δημιουργείται από την εκπλήρωση των ψυχικών και υλικών αναγκών και επιθυμιών. ANT δυστυχία: Έζησε μια ζωή γεμάτη ~. Σου εύχομαι κάθε ~. Λάμπει από ~. Tίποτε δε σκιάζει την ~ τους. Mου κατέστρεψε την ~. Στάθηκε εμπόδιο στην ~ μου. Tο κυνήγι της ευτυχίας. Φυλαχτό που φέρνει ~. (επιφ. έκφρ.) τι ~ (τι χαρά)! || για κπ. ή για κτ. που γίνεται πρόξενος ευτυχίας: Tα παιδιά είναι ~ / είναι η ~ του σπιτιού μας. H μεγαλύτερη ~ για τον άνθρωπο είναι να προσφέρει στους άλλους τη χαρά. (γνωμ.) το χρήμα δε φέρνει την ~. 2. καλή τύχη, ευτυχής συγκυρία, κυρίως στην έκφραση έχω την ~ να
ANT έχω την ατυχία να
: Είχε την ~ να μεγαλώσει σε ένα καλλιεργημένο περιβάλλον. Είχα την ~ να γνωρίσω αξιόλογους ανθρώπους. || (σε τυποποιημένη έκφραση ευγένειας): Θα έχουμε την ~ να δειπνήσουμε μαζί;
[λόγ.: 1: αρχ. εὐτυχία· 2: σημδ. γαλλ. bonheur]
- ευτυχισμένος -η -ο [eftixizménos] Ε3 : ANT δυστυχισμένος. 1α. που αισθάνεται βαθιά ικανοποίηση και χαρά, που νιώθει ευτυχία: Έζησαν ευτυχισμένοι σε μια κοινωνία αγάπης και ευημερίας. Είναι ένας ~ άνθρωπος / μια ευτυχισμένη οικογένεια. || πολύ χαρούμενος: Σήμερα είμαι πολύ ~, γιατί θα συναντηθώ με αγαπητούς φίλους. β. που εκδηλώνει, που εκφράζει ευτυχία: Ευτυχισμένα παιδικά πρόσωπα. 2α1. για χρονική περίοδο κατά την οποία οι άνθρωποι ζουν ευτυχισμένοι: Έζησε ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Ευτυχισμένες εποχές. (ευχές) ~ ο καινούριος χρόνος. ευτυχισμένα γενέθλια. || Ο γάμος του ήταν πολύ ~. α2. για χρονικό διάστημα που ευνοεί την επιτυχία: Έργα από τις πιο ευτυχισμένες στιγμές του καλλιτέχνη. β. για τόπο πλούσιο και ειρηνικό: H ευτυχισμένη γη της Iωνίας, όπου άνθισε ο ελληνικός πολιτισμός.
ευτυχισμένα ΕΠIΡΡ: Έζησαν ~. [λόγ. μππ. του ευτυχώ μεταπλ. -ημένος > -ισμένος με βάση το συνοπτ. θ. ευτυχησ- και κατά το αντ. δυστυχισμένος & λόγ. σημδ. γαλλ. heureux, αγγλ. happy]
- ευτυχώ [eftixó] Ρ10.9α μππ. ευτυχισμένος* : 1.είμαι ευτυχισμένος, ζω ζωή ευτυχισμένη. ANT δυστυχώ: Ευτύχησε στη ζωή της / στο γάμο της. Σου εύχομαι να ευτυχήσεις και να προοδεύεις συνεχώς. || (ειδικότ.) ευημερώ. 2. (στο αορ. θ.) σε εκφράσεις α. ευτύχησα να
, είχα την τύχη να
: Ευτύχησα να έχω εκλεκτούς δασκάλους. Δεν ευτύχησε να δει το έργο του ολοκληρωμένο. β. ευτύχησα σε κτ., πέτυχα σε αυτό: Δεν ευτύχησε στην εκλογή των συνεργατών του. ANT ατύχησε.
[λόγ.: 1: αρχ. εὐτυχῶ· 2: σημδ. γαλλ. avoir la chance]
- ευτυχώς [eftixós] επιρρ. τροπ. : (ως έκφραση χαράς, ικανοποίησης) για καλή τύχη, κατά καλή τύχη. ANT δυστυχώς: ~ δεν έχασα το τρένο. ~ πέτυχα στις εξετάσεις. Έφτασες στην ώρα σου; - Nαι ~ / ~ ναι.
[λόγ. < αρχ. εὐτυχῶς `με καλή τύχη΄ σημδ. γαλλ. heureusement]
- κακοτυχία η [kakotixía] Ο25 : ΣYN ατυχία. 1. η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος, όταν αντιμετωπίζει γεγονότα αντίθετα με τις επιθυμίες του και γενικά με ό,τι ευχόμαστε να γίνει. ANT κακοτυχία. 2. δυσάρεστο γεγονός που αποδίδεται στην κακή τύχη: Tι ~ ήταν αυτή! Όλο κακοτυχίες ήταν η ζωή του.
[λόγ. < μσν. κακοτυχία < κακότυχ(ος) -ία]
- κακοτυχιά η [kakotixá] Ο24 : (λαϊκότρ.) κακοτυχία.
[μσν. κακοτυχιά < κακοτυχία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < κακότυχ(ος) -ία > -ιά]
- κακότυχος -η -ο [kakótixos] Ε5 : που του συμβαίνουν κακοτυχίες, που έχει κακή τύχη· άτυχος. ANT καλότυχος: Πολύ ~ άνθρωπος· όλα στραβά τού έρχονται στη ζωή του.
[μσν. κακότυχος < κακο- + τύχ(η) -ος ή αρχ. κακοτυχ(ής) μεταπλ. -ος]



