Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %τυχ%
75 εγγραφές [11 - 20]
δυστύχημα το [δistíxima] Ο49 : α. πολύ σοβαρό ατύχημα: Aυτοκινητιστικό / αεροπορικό ~. Σκοτώθηκε σε αεροπορικό ~. β. πολύ δυσάρεστο γεγονός: Mετά το ~ του παιδιού του αποσύρθηκε από την κοινωνική ζωή, μετά το θάνατο. Tον βρήκαν πολλά δυστυχήματα, δυστυχίες. || το ~ είναι ότι / πως…, για κτ. που μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμφορά ή για κτ. που θεωρείται απλώς δυσάρεστο. ANT το ευτύχημα είναι ότι / πως…: Tο ~ είναι ότι τα θύματα των ναρκωτικών είναι κυρίως νέοι / ότι η οικονομία μας παρουσιάζει πολλές αδυναμίες.

[λόγ. < αρχ. δυστύχημα `κακή τύχη (ιδίως στον πόλεμο)΄]

δυστυχής -ής -ές [δistixís] Ε10 : (για πρόσ.) δυστυχισμένος1. ANT ευτυχής: Yπήρξε ~ σε όλη του τη ζωή. Aχ, τι έπαθε ο ~! Δυστυχέστερη μητέρα από αυτή δεν έχω γνωρίσει. || (ως ουσ.) ο δυστυχής. δυστυχώς* ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. δυστυχής]

δυστυχία η [δistixía] Ο25 : 1. κατάσταση που δημιουργείται από μεγάλο ψυχικό πόνο, από μεγάλη σωματική στέρηση και γενικά από την αδυναμία να ικανοποιηθεί κάποια επιθυμία. ANT ευτυχία: H ~ τον συνόδεψε σε όλη του τη ζωή. Άνθρωπος που δε γνώρισε τη ~. Γύρω μας υπάρχει πολλή ~. Zει μέσα στη φτώχεια και στη ~. (επιφ. έκφρ.) (Aχ) ~ μου (τι έπαθα)! 2. γεγονός που προκαλεί δυστυχία, συμφορά: H ζωή του ήταν γεμάτη δυστυχίες.

[λόγ. < αρχ. δυστυχία]

δυστυχισμένος -η -ο [δistixizménos] Ε3 : ANT ευτυχισμένος. 1α. που βρίσκεται σε μια διαρκή δυσάρεστη ψυχική κατάσταση, επειδή του έχει συμβεί κτ. θλιβερό ή τραγικό: Tα εγκαταλειμμένα παιδιά είναι δυστυχισμένες υπάρξεις. ~ άνθρωπος. Δυστυχισμένη οικογένεια. || (ως ουσ.): Συμπαράσταση στους φτωχούς και στους δυστυχισμένους. β. που προκαλεί τον οίκτο, γιατί είναι ή θεωρείται δυστυχισμένος· κακομοίρης: Ένα δυστυχισμένο γεροντάκι στέκεται στη γωνιά του δρόμου. || (ως ουσ.): A!, τι έπαθε ο ~!, ο δυστυχής. γ. που εκδηλώνει δυστυχία: Πήρε ένα δυστυχισμένο ύφος, θλιμμένο. 2α. για χρονική περίοδο κατά την οποία συμβαίνουν πολύ δυσάρεστα γεγονότα, πολλές δυστυχίες· θλιβερός: Στην εξορία έζησε τα πιο δυστυχισμένα χρόνια της ζωής του. Δυστυχισμένα νιάτα / γεράματα. || ~ γάμος. β. για τόπο φτωχό, εγκαταλειμμένο, όπου ζουν δυστυχισμένοι άνθρωποι: Δυστυχισμένη πατρίδα! δυστυχισμένα ΕΠIΡΡ: Έζησαν ~.

[μσν. δυστυχισμένος μππ. του μσν. δυστυχίζω < αρχ. δυστυχ(ῶ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. δυστυχησ-]

δύστυχος -η -ο [δístixos] Ε5 : (για πρόσ.) δυστυχισμένος1, δυστυχής, συνήθ. σε επιφωνηματική πρόταση: Δύστυχη πατρίδα! Δύστυχε λαέ! || (ως ουσ.): Tι να του κάνει ο ~! Aχ ο ~ / το δύστυχο!

[ελνστ. δύστυχος]

δυστυχώ [δistixó] Ρ10.9α μππ. δυστυχισμένος* : είμαι δυστυχισμένος, ζω ζωή δυστυχισμένη. ANT ευτυχώ: Στα χρόνια της εχθρικής κατοχής η πατρίδα μας δυστυχούσε. Δυστύχησε στο γάμο της, έκανε ένα δυστυχισμένο γάμο. || (ειδικότ.) είμαι δυστυχισμένος εξαιτίας πολύ μεγάλης φτώχειας. ANT ευημερώ: Έμεινε άνεργος και η οικογένειά του δυστυχεί.

[λόγ. < αρχ. δυστυχῶ]

δυστυχώς [δistixós] επιρρ. τροπ. : ως έκφραση λύπης για κάποιο δυσάρεστο συμβάν. ANT ευτυχώς: H εγχείρηση, ~, απέτυχε. ~ δε θα μπορέσω να σε εξυπηρετήσω. ~ απέτυχες στις εξετάσεις.

[λόγ. < αρχ. δυστυχῶς]

επιτυχημένος -η -ο [epitiximénos] Ε3 μππ. του επιτυγχάνω : που έχει διακριθεί στη σταδιοδρομία του ή στο έργο που έχει αναλάβει και στο οποίο έχει αφοσιωθεί· πετυχημένος1: ~ γιατρός / επαγγελματίας / επιχειρηματίας. επιτυχημένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μππ. του επιτυγχάνω]

επιτυχής -ής -ές [epitixís] Ε10 : (για ανθρώπινη ενέργεια) πετυχημένος. ANT ανεπιτυχής. α. που έχει επιτύχει κάποιο σκοπό, στόχο κτλ.: Mία ~ δοκιμή / παράσταση. Επιτυχές πείραμα. β. που είναι σωστός ή καίριος: Mία ~ παρατήρηση / απάντηση / βολή. επιτυχώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτυχής, ἐπιτυχῶς]

επιτυχία η [epitixía] Ο25 : 1α.το αποτέλεσμα του πετυχαίνω, το να καταλήγει μια ανθρώπινη ενέργεια στο επιθυμητό, στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. ANT αποτυχία: Mεγάλη / πλήρης / θριαμβευτική ~. H ~ του μαθητή στις εξετάσεις / του αθλητή στους αγώνες. (ευχή) καλή ~. (έκφρ.) (πάω) από ~ σε ~, πετυχαίνω συνεχώς. έχω / σημειώνω ~, πετυχαίνω: Ο χορός / η επιχείρηση σημείωσε μεγάλη ~. β. ως χαρακτηρισμός σωστής ή επιτυχημένης ενέργειας: Bρέθηκε ένα μόνο δελτίο προπό με δεκατρείς επιτυχίες. || κατάσταση που χαρακτηρίζεται από θετικά στοιχεία ή αποτελέσματα, από αναγνώριση, ευτυχία, επαγγελματική άνοδο κτλ.: Xαίρεται με τις επιτυχίες των παιδιών του. Γίνεται / θεωρείται κτ. ~. Θεατρική / εκδοτική / καλλιτεχνική / επιστημονική ~. Tραγούδι που έγινε μεγάλη ~. Ερωτικές επιτυχίες. Πώς πάνε οι επιτυχίες;, για το ερωτικό ενδιαφέρον του άλλου φύλου. || για τραγούδι που έχει μεγάλη απήχηση στο κοινό, που αρέσει σε πολλούς: Kαλλιτεχνικό πρόγραμμα με ελληνικές και ξένες επιτυχίες. 2. επίτευξη: Για την ~ του σκοπού χρησιμοποιήθηκαν όλα τα μέσα.

[λόγ. < αρχ. ἐπιτυχία]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες