Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 157 εγγραφές [91 - 100] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ντιβερτιμέντο το [divertiménto] Ο (άκλ.) : (μουσ.) ελαφρά σύνθεση που αποτελείται από μικρά μουσικά μέρη και που παίζεται συχνά από μικρό συγκρότημα: ~ για έγχορδα / για ορχήστρα δωματίου.
[λόγ. < ιταλ. divertimento]
- ντιμινουέντο το [diminuénto] Ο (άκλ.) : (μουσ.) η βαθμιαία ελάττωση της έντασης του ήχου. ANT κρεσέντο.
[λόγ. < ιταλ. diminuendo]
- ομότιμος -η -ο [omótimos] Ε5 : ~ καθηγητής, τίτλος που υπό ορισμένες προϋποθέσεις απονέμεται σε καθηγητές ανώτατων σχολών μετά την αποχώρησή τους από την ενεργό υπηρεσία.
[λόγ. < αρχ. ὁμότιμος `με ίση τιμή, ισόβαθμος΄ σημδ. γερμ. Εmeritus]
- οπτιμισμός ο [optimizmós] Ο17 : (φιλοσ.) η αισιοδοξία. ANT πεσιμισμός.
[λόγ. < γαλλ. optimisme (-isme = -ισμός)]
- οπτιμιστής ο [optimistís] Ο7 θηλ. οπτιμίστρια [optimístria] Ο27 : οπαδός του οπτιμισμού. ANT πεσιμιστής.
[λόγ. < γαλλ. optimiste (-iste = -ιστής)· λόγ. οπτιμισ(τής) -τρια]
- πανέντιμος -η -ο [panéndimos] Ε5 : που είναι έντιμος από κάθε άποψη· εντιμότατος.
[λόγ. < μσν. πανέντιμος < παν- + έντιμος]
- παρατιμονιά η [paratimoná] Ο24 : η στραβοτιμονιά.
[παρα- 1 τιμόν(ι) -ιά]
- πεντανόστιμος -η -ο [pendanóstimos] Ε5 : που είναι πάρα πολύ νόστιμος: Mε την καινούρια σας χύτρα τα φαγητά θα γίνουν πεντανόστιμα.
[πεντα-2 + νόστιμος]
- πετιμέζι το [petimézi] & πετμέζι το [petmézi] Ο44 : 1. πολύ γλυκό και παχύρρευστο υγρό που παρασκευάζεται κυρίως από το βράσιμο του μούστου. 2. (μτφ.) οτιδήποτε έχει υπερβολικά γλυκιά γεύση: ~ τον έκανες τον καφέ.
[τουρκ. pekmez -ι και με ανάπτ. [i] για διάσπ. του συμφ. συμπλ. (τροπή [k > t] ;)]
- πολύτιμος -η -ο [polítimos] Ε5 : 1. που έχει μεγάλη (κυρ. υλική) αξία και, άρα, υψηλή τιμή: Πολύτιμο βάζο / κόσμημα / δαχτυλίδι / κολιέ / βραχιόλι. Πολύτιμοι λίθοι. Πολύτιμα μέταλλα, τα ευγενή. 2. που έχει μεγάλη αξία, χρησιμότητα, επωφελής, ωφέλιμος, ανεκτίμητος: ~ φίλος / συνεργάτης. Πολύτιμη συμβουλή / πληροφορία. Xάνω / κερδίζω πολύτιμο χρόνο.
[λόγ. < ελνστ. πολύτιμος]



