Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 234 εγγραφές [131 - 140] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολότελα [olótela] επίρρ. : εντελώς: Είναι ~ παλαβός. Δεν ήμουν ~ ξύπνιος. ΦΡ απ΄ το ~ καλή κι η Παναγιώταινα, για μετριασμό στόχων ή απαιτήσεων ύστερα από σχετική αποτυχία.
[μσν. ολότελα < ελνστ. ὁλοτελ(ῶς) μεταπλ. -α]
- ομοιοτέλευτος -η -ο [omiotéleftos] Ε5 : ιδίως στον όρο ομοιοτέλευτο σχήμα, σχήμα λόγου κατά το οποίο επαναλαμβάνεται ο ίδιος ήχος στο τέλος δύο ή περισσότερων διαδοχικών προτάσεων ή εκφράσεων. || (ως ουσ.) το ομοιοτέλευτο, το ομοιοτέλευτο σχήμα.
[λόγ. < αρχ. ὁμοιοτέλευτος]
- ορυκτέλαιο το [oriktéleo] Ο40 : ονομασία λαδιών που προέρχονται κυρίως από την απόσταξη του πετρελαίου και χρησιμοποιούνται ως λιπαντικά.
[λόγ. ορυκτ(ός) + -έλαιον μτφρδ. αγγλ. mineral oil]
- παντελής -ής -ές [pandelís] Ε10 : ολοκληρωτικός, ολοσχερής: ~ έλλειψη. ~ καταστροφή. ~ άγνοια.
παντελώς ΕΠIΡΡ από κάθε άποψη, ολοσχερώς· συνήθ. δηλώνει ότι ισχύει σε απόλυτο, ανώτατο βαθμό η αρνητι κή σημασία της λέξης που προσδιορίζει· τελείως, εντελώς: Είναι ~ ανίκα νος να εργαστεί. Είναι ~ ανίκανος προς εργασία. Είναι ~ αναξιόπιστος / διεφθαρμένος. Kαταστράφηκε ~, ολοσχερώς. [λόγ. < αρχ. παντελής, παντελῶς]
- παντελόνι το [pandelóni] & πανταλόνι το [pandalóni] Ο44 : εξωτερικό ένδυμα (κυρίως αντρικό) που καλύπτει το σώμα από τη μέση και κάτω, και χωριστά το καθένα από τα δύο σκέλη· (πρβ. περισκελίδα): Στενό / φαρδύ / αντρικό / γυναικείο ~. Mακρύ ~, που καλύπτει και τις κνήμες. Kοντό ~, που καλύπτει τους μηρούς. || (πληθ. συχνά και με σημ. εν.): Mάζεψε / κούμπωσε τα πανταλόνια σου.
παντελονάκι το & πανταλονάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. για κοντό (με κοντά μπατζάκια) παντελόνι: Kοντό ~. [ιταλ. pantaloni αρσ. πληθ. που θεωρήθηκε ουδ. εν. < γαλλ. pantalon < βεν. Ρantalone φιγούρα της βενετσιάνικης κωμωδίας και [a > e] ίσως από επίδρ. του [l] ]
- παντελονιά η [pandeloná] Ο24 : (προφ., λαϊκ.), το παντελόνι, συνήθ. σε εκφράσεις θαυμασμού: Ωραία ~!
[παντελόν(ι) -ιά]
- παστέλ το [pastél] Ο (άκλ.) : (ζωγρ.) 1. είδος χρωματιστής, μαλακής κιμωλίας που δίνει απαλούς και θαμπούς χρωματισμούς επάνω σε πορώδεις επιφάνειες από χαρτόνι, λινάτσα ή άλλα παρόμοια υλικά. || (ως επίθ.): Xρώματα ~, απαλά και φωτεινά. Ροζ ~. 2α. τεχνική ζωγραφικής με χρώματα παστέλ που απλώνονται (τρίβονται) με τα δάχτυλα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται απαλές φωτοσκιάσεις. β. ζωγραφικό έργο που έγινε με την παραπάνω τεχνική.
[λόγ. < γαλλ. pastel < ιταλ. pastello]
- παστέλι το [pastéli] Ο44 : είδος γλυκίσματος από μέλι και σουσάμι που τα βράζουν ώσπου να σχηματιστεί ένα συμπαγές σώμα που, αφού κρυώσει, το κόβουν σε κομμάτια.
[μσν. παστέλι(ο)ν < παλ. ιταλ. αρσ. pastello, πληθ. pastelli που θεωρήθηκε ουδ. εν.]
- πεντελικός -ή -ό [pendelikós] Ε1 : που έχει σχέση με το βουνό Πεντέλη και ιδίως που προέρχεται από αυτό: Πεντελικό μάρμαρο / κάλλος.
[λόγ. Πεντέλ(η) -ικός (σύγκρ. ελνστ. Πεντελικόν ὄρος `Πεντέλη΄)]
- περιστέλλω [peristélo] -ομαι Ρ αόρ. περιέστειλα, απαρέμφ. περιστείλει, παθ. αόρ. περιστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και περιεστάλη, περιεστάλησαν, απαρέμφ. περισταλεί : περιορίζω, ελαττώνω κτ., κατά την έκταση, την ένταση ή την ποσότητα: Πρέπει να περιστείλουμε τις δαπάνες. Zήτησε να περισταλούν τα έξοδα.
[λόγ. < αρχ. περιστέλλω `ντύνω΄ κατά τη σημ. της λ. περιστολή]



