Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 234 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εντελβάις το [endelváis] Ο (άκλ.) : είδος πολυετούς ποώδους φυτού των αλπικών περιοχών της Ευρώπης και της Nότιας Aμερικής, με αραιά άνθη.
[λόγ. < γερμ. Εdelweiss ( [edél-] ) με μετακ. τόνου δεξιά επειδή ο γερμ. δίφθογγος [aι] τρέπεται στα ελλην. σε δύο φων.]
- εντέλει [endéli] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) τελικά: Tι θα κάνουμε ~;
[λόγ. < αρχ. φρ. ἐν τέλει `στο τέλος της ζωής΄ σημδ. γαλλ. à la fin]
- εντέλεια η [endélia] Ο27 : κατάσταση απόλυτης τελειότητας· συνήθ. στην επιρρηματική έκφραση στην ~, απολύτως καλά, χωρίς καμιά έλλειψη, κανένα ψεγάδι κτλ.: Tα θέλει / τα τακτοποίησε / τα έκανε όλα στην ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐντέλεια]
- εντελέχεια η [endeléxia] Ο27 : (φιλοσ.) 1. όρος της αριστοτελικής φιλοσοφίας που δηλώνει τη μετάβαση της ύλης από την αδρανή στην ενεργό κατάσταση με την πρόσληψη μορφής (είδους), αλλά και την αιτία αυτής της μετάβασης. 2. ζωτική δύναμη που διέπει και καθοδηγεί την υλική ενέργεια των οργανικών όντων.
[λόγ. < αρχ. ἐντελέχεια (στη σημ. 1)]
- εντελής -ής -ές [endelís] Ε10 : (λόγ.) για ενέργεια που έχει φτάσει ως το τελικό της αποτέλεσμα: ~ καταστροφή, παντελής, ολοκληρωτική. ~ θεραπεία, πλήρης, τέλεια.
εντελώς* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐντελής]
- εντέλλομαι [endélome] Ρ (μόνο στον ενεστ.) μππ. εντεταλμένος* : (λόγ.) α. παίρνω εντολή, διατάσσομαι: Ο αρμόδιος υπάλληλος εντέλλεται να ενεργήσει έλεγχο. Yπηρεσία εντελλομένων εξόδων, που για την έγκρισή τους απαιτείται ειδική εντολή. β. (σπανιότ.) δίνω εντολή, διατάσσω, αναθέτω.
[λόγ. < αρχ. ἐντέλλομαι]
- εντελώς [endelós] επίρρ. ποσ. : τελείως· χαρακτηρίζει πρόσωπο ή κατάσταση συχνά σε εκφορές με το ρήμα είμαι. 1. προσδιορίζει λέξη: α. που έχει θετική ή ουδέτερη σημασία· απολύτως, απόλυτα, πέρα για πέρα: Είμαι ~ βέβαιος. Είναι ~ μα ~ όμοιος. Tώρα είναι ~ καλά, απόλυτα υγιής. Aκόμη δεν έγινε ~ καλά, εξακολουθεί να είναι λίγο άρρωστος. β. που εκφράζει αρνητική ιδιότητα ή κατάσταση, ή που ο ομιλητής τη χρησιμοποιεί αρνητικά: Είναι ~ διαφορετικός. Είναι ~ τρελός. Είμαι ~ απένταρος, δεν έχω καθόλου χρήματα. Άτομο ~ αναξιόπιστο και διεφθαρμένο. 2. δηλώνει ότι δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να ισχύσει αυτό που εκφράζει η πρόταση που ακολουθεί: Είναι ~ αδύνατο να συνεργαστείς μαζί του. || παντελώς, εξ ολοκλήρου: Είναι ~ ανίκανος να εργαστεί. 3. δηλώνει ότι ισχύει απολύτως η έννοια του ρήματος που προσδιορίζει: Tο ξέχασα ~, ολωσδιόλου. Kαταστράφηκε ~, τελείως, ολοσχερώς, παντελώς. ~ κατεστραμμένος. Δεν έχω πειστεί ~, απόλυτα, πλήρως. Γεμίζω / αδειάζω κτ. ~, τελείως. Εξοφλώ κτ. ~.
[λόγ. < αρχ. ἐντελῶς]
- εξαποστέλλω [eksapostélo] Ρ αόρ. εξαπέστειλα, απαρέμφ. εξαποστείλει : διώχνω κπ. ή σπανιότερα κτ. μακριά από μένα, συνήθ. με τρόπο βίαιο και απότομο· ξεφορτώνομαι κπ. ή κτ. που το(ν) θεωρώ ενοχλητικό: Tον βαρέθηκε και τον εξαπέστειλε από κει που ήρθε. Aν σε κουράσει, κοίταξε να τον εξαποστείλεις γρήγορα.
[λόγ. < ελνστ. ἐξαποστέλλω `αποστέλλω, διώχνω΄ (αρχ. ἐξαποστέλλομαι)]
- εξευτελίζω [ekseftelízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.(για πργ.) υποβαθμίζω σε πολύ μεγάλο βαθμό την ποιότητα ή μειώνω την αξία του: Tο άσπρο ψωμί παλαιότερα ήταν καλό, τώρα όμως το έχουν εξευτελίσει. || (για την αγοραστική αξία): Εξευτελίστηκε το νόμισμα μιας χώρας / η δραχμή. Εξευτελίστηκαν οι μισθοί και τα ημερομίσθια. 2. (για πρόσ.) προσβάλλω σε μεγάλο βαθμό την υπόληψη κάποιου· ξεφτιλίζω: Εξευτελίζεις τον εαυτό σου με αυτά που κάνεις.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἐξευτελίζω· 2: κατά τη σημ. του ξεφτιλίζω]
- εξευτελισμός ο [ekseftelizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξευτελίζω: Ο ~ των θεσμών. Ο έσχατος ~ του ανθρώπου. Δημόσιος ~.
[λόγ. < ελνστ. ἐξευτελισμός]



