Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: %τελ%
234 εγγραφές [41 - 50]
αυτοτέλεια η [aftotélia] Ο27 : η κατάσταση και η ιδιότητα του αυτοτελούς: Πλήρης / σχετική ~. Tα συναισθήματα διατηρούν την αυτοτέλειά τους ακόμα και όταν συνενώνονται σε ένα ενιαίο ψυχικό φαινόμενο. H ~ των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.

[λόγ. < ελνστ. αὐτοτέλεια]

αυτοτελής -ής -ές [aftotelís] Ε10 : που έχει μια ολοκληρωμένη μορφή και μπορεί από μόνος του να λειτουργεί, να εκπληρώνει ένα σκοπό κτλ., χωρίς να εξαρτάται από κτ. άλλο· ολοκληρωμένος και ανεξάρτητος: ~ οντότητα / ύπαρξη / λειτουργία / έννοια. Aυτοτελές φαινόμενο / απόσπασμα / επεισόδιο. ~ ενιαίος και ανεξάρτητος οργανισμός. H τηλεόραση θα παρουσιάσει μια σειρά από δέκα αυτοτελείς εκπομπές που αναφέρονται σε ισάριθμα γεγονότα του β' παγκόσμιου πολέμου. ~ έκδοση / τόμος, που δεν αποτελεί μέρος ή τμήμα σειράς. αυτοτελώς ΕΠIΡΡ χωρίς εξάρτηση από άλλο: Εξετάζω κτ. ~.

[λόγ. < αρχ. αὐτοτελής, αὐτοτελῶς]

δαντέλα η [δantéla] Ο25 : είδος λεπτότατου διάτρητου πλέγματος από βαμβακερά, μεταξωτά κτλ. νήματα, τα οποία καθώς διαπλέκονται δημιουργούν διακοσμητικά σχέδια και του οποίου η μία πλευρά καταλήγει συνήθ. σε εναλλασσόμενες εσοχές και εξοχές: ~ του χεριού / της μηχανής. Πλέκει δαντέλες. Tραπεζομάντιλο γαρνιρισμένο με ~. Tουαλέτα από ~.

[λόγ. < γαλλ. dentell(e) (ορθογρ. δαν.)]

δαντελένιος -α -ο [δantelénos] Ε4 : που είναι φτιαγμένος από δαντέλα: ~ γιακάς. Δαντελένιο φόρεμα. Δαντελένια γάντια.

[λόγ. δαντέλ(α) -ένιος]

δαντελωτός -ή -ό [δantelotós] Ε1 : 1. που μοιάζει με δαντέλα: Δαντελωτό χαρτί. 2. (μτφ.) του οποίου το περίγραμμα θυμίζει το περίγραμμα της δαντέλας, παρουσιάζει δηλαδή μια αρμονική εναλλαγή από εσοχές και εξοχές: Δαντελωτά ακρογιάλια.

[λόγ. δαντέλ(α) -ωτός]

διαολοστέλνω [δjaolostélno] -ομαι & διαβολοστέλνω [δjavolostélno] -ομαι Ρ αόρ. δια(β)ολόστειλα, απαρέμφ. δια(β)ολοστείλει, παθ. αόρ. δια(β)ολοστάλθηκα, απαρέμφ. δια(β)ολοσταλθεί : στέλνω κπ. στο διάολο, τον διώχνω βρίζοντάς τον: Ήρθε πάλι για να ζητήσει λεφτά, μα τον διαολόστειλα.

[διαολο-, διαβολο- + στέλνω]

διαστέλλω [δiastélo] -ομαι Ρ αόρ. διέστειλα, απαρέμφ. διαστείλει, παθ. αόρ. διαστάλθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και διεστάλη, διεστάλησαν, απαρέμφ. διασταλεί, μππ. διεσταλμένος : 1. ANT συστέλλω. α. (φυσ.) αυξάνω την έκταση ή τον όγκο ενός σώματος με αύξηση της θερμοκρασίας: Όλα τα υλικά σώματα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται. β. (φυσιολ.) αυξάνω τον όγκο ενός οργάνου του σώματος: Διαστέλλεται η κόρη του ματιού / η μήτρα. Διαστέλλονται τα αιμοφόρα αγγεία. 2. διαχωρίζω συγγενικά αντικείμενα, ιδίως έννοιες, με βάση τις διαφορές τους: Πρέπει να διαστέλλουμε την κοινωνικοποίηση από την κρατικοποίηση / την ιδιωτική από την κρατική βία.

[λόγ. < αρχ. διαστέλλω]

διατελέσας -ασα -αν [δiatelésas] Ε12δ : (λόγ., για πρόσ.) που στο παρελθόν κατείχε κάποιο αξίωμα: Οι διατελέσαντες πρυτάνεις του πανεπιστημίου. Οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί της Ελλάδος μετά τη δικτατορία.

[λόγ. μτχ. αορ. του ρ. διατελώ]

διατελώ [δiateló] Ρ10.5α αόρ. διετέλεσα και (σπάν.) διατέλεσα, απαρέμφ. διατελέσει : (λόγ., για πρόσ.) α. είμαι, βρίσκομαι σε ορισμένη κατάσταση: ~ σε κατάσταση μέθης, είμαι μεθυσμένος. β. (στο αορ. θ., συνήθ. για ορισμένο αξίωμα)· ήμουν, υπήρξα: Διετέλεσε κάποιος πρωθυπουργός / υπουργός / νομάρχης.

[λόγ. < αρχ. διατελῶ `περνώ τη ζωή μου΄]

εκτέλεση η [ektélesi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτελώ. 1α. εφαρμογή, πραγματοποίηση, επιτέλεση ενός έργου σύμφωνα με οδηγίες ή με ορισμένο πρόγραμμα: H ~ μιας εντολής / ενός σχεδίου / ενός προγράμματος. β. εκπλήρωση: ~ καθήκοντος. 2. θανάτωση (καταδικασμένου): H ~ του θανατοποινίτη αναβλήθηκε ύστερα από τις έντονες διαμαρτυρίες μερίδας του τύπου. Ομαδικές εκτελέσεις αθώων πολιτών. || (επέκτ.) δολοφονία: H ~ των ομήρων από τους τρομοκράτες. 3. απόδοση τραγουδιού ή μουσικής σύνθεσης: Πρώτη / δεύτερη ~. Kαλή / κακή ~. 4. (νομ.) δικαστική πράξη που έχει ως σκοπό την εφαρμογή δικαστικής απόφασης: Aναγκαστική ~, διαδικασία σύμφωνα με την οποία ικανοποιείται με εξαναγκαστικά μέσα η αξίωση του δανειστή εναντίον του οφειλέτη. Διοικητική ~, η εξουσία ορισμένων διοικητικών οργάνων να επιβάλλουν την εφαρμογή των επιταγών της διοίκησης χωρίς την ανάγκη προσφυγής στα δικαστήρια.

[λόγ. εκτελε- (εκτελώ) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 ...24   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες